Τι σημαίνει το scoring στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης scoring στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του scoring στο Αγγλικά.

Η λέξη scoring στο Αγγλικά σημαίνει τήρηση βαθμολογίας, βαθμολόγηση, αποτέλεσμα, βαθμολογία, σκοράρω, κερδίζω, χαράσσω, χαράζω, χαρακιά, γρατζουνιά, χαρακιά, μουσικό θέμα, εικοσάδα, πολλοί, σκοράρισμα, εικοσάρικο, κρατάω το σκορ, τα καταφέρνω, καταφέρνω, ενορχηστρώνω, βαθμολογώ, συνθέτω, χαράσσω, χαράζω, υπολογίζω, πετυχαίνω, χαράσσω, χαράζω, που πετυχαίνει υψηλή βαθμολογία, που συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη βαθμολογία, με χαμηλή βαθμολογία, με χαμηλό σκορ, χωρίς πόντους, χωρίς σκορ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης scoring

τήρηση βαθμολογίας

noun (score-keeping)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jane explained to us how scoring works in bowling.

βαθμολόγηση

noun (grading)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It appears there was an error with the scoring of the tests, so they will be recalculated.

αποτέλεσμα

noun (game, sport: points)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The basketball score was forty to thirty-eight at halftime. Have I missed the start of the match? What's the score?
Έχασα την αρχή του αγώνα; Πόσο είναι το σκορ;

βαθμολογία

noun (UK (test performance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sally had the highest set of scores in her exams.
Η Σάλλυ είχες τις υψηλότερες βαθμολογίες στις εξετάσεις.

σκοράρω

intransitive verb (game, sport: earn points)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The team's forward scored at the last minute.
Ο επιθετικός της ομάδας σκόραρε στο τελευταίο λεπτό.

κερδίζω

transitive verb (earn points)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
With each basket you score two points for your team.
Με κάθε καλάθι κερδίζεις δύο πόντους για την ομάδα σου.

χαράσσω, χαράζω

transitive verb (make scratch, groove in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Furious at seeing yet another badly parked car, Eugene ran his keys along the side of it and scored the paintwork.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Εξοργισμένος που πάρκαραν στη θέση του ο Πολ χάραξε με τα κλειδιά του την πλαϊνή πόρτα του αυτοκινήτου.

χαρακιά

noun (notch)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Scientists discovered scores etched on walls in ancient caves.
Οι επιστήμονες ανακάλυψαν χαρακιές πάνω σε τοίχους αρχαίων σπηλαίων.

γρατζουνιά, χαρακιά

noun (scratch)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The fine table has a score in the finish.
Το περίτεχνο τραπέζι έχει μια γρατζουνιά στο τελείωμά του.

μουσικό θέμα

noun (musical soundtrack)

The composer wrote the score for the film.
Ο συνθέτης έγραψε το μουσικό θέμα για την ταινία.

εικοσάδα

noun (archaic, invariable (twenty)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The expression "three score and ten" refers to a life expectancy of 70 years.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Παρήγγειλε μια εικοσάδα μπύρες για το πάρτι.

πολλοί

adjective (figurative (many: people, etc.)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There were scores of people at the shopping mall on Christmas Eve.

σκοράρισμα

noun (act of earning a point) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Bennett's score put the red team ahead.

εικοσάρικο

noun (UK, slang (twenty pounds)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lend us a score, will you?

κρατάω το σκορ

intransitive verb (keep track of results)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You can play, and I will score.

τα καταφέρνω

intransitive verb (US, informal, figurative (succeed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After applying ten times, I finally scored with an acceptance letter.

καταφέρνω

intransitive verb (slang, figurative (have sex) (καθομιλουμένη: κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Did you finally score with her last night?
Την πήδηξες επιτέλους χτες το βράδυ;

ενορχηστρώνω

transitive verb (music: orchestrate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ravel scored Mussorgsky's "Pictures at an Exhibition."

βαθμολογώ

transitive verb (test: mark)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher scored the multiple-choice exams.

συνθέτω

transitive verb (music: compose)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He scored the last three movements very quickly.

χαράσσω, χαράζω

transitive verb (food: cut ridges in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Score the Brussels sprout base for faster cooking time.

υπολογίζω

transitive verb (tally up)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Father scored the points for the last round of rummy.

πετυχαίνω

transitive verb (gain, win)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They scored seven wins last season.

χαράσσω, χαράζω

transitive verb (crease using a blade)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It is easier to fold the paper if you score it first.

που πετυχαίνει υψηλή βαθμολογία

adjective (achieving good score)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Only the highest-scoring students are allowed to join the honors club.

που συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη βαθμολογία

adjective (achieving best score)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με χαμηλή βαθμολογία, με χαμηλό σκορ

adjective (achieving poor score)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωρίς πόντους, χωρίς σκορ

noun (sports match: with a nil-nil result) (αθλητικό παιχνίδι)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του scoring στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του scoring

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.