Τι σημαίνει το scivolare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης scivolare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του scivolare στο Ιταλικό.
Η λέξη scivolare στο Ιταλικό σημαίνει γλιστράω, γλιστρώ, κινούμαι με ευχέρεια, κινούμαι με άνεση, γλιστράω, γλιστρώ, γλιστράω, γλιστρώ, γλιστράω, γλιστρώ, γλιστράω, γλιστρώ, καυχιέμαι, γλιστράω, γλιστρώ, γλιστράω, γλιστρώ, πάω, γλιστράω, γλιστρώ, γλιστράω, γλιστρώ, κάνω λάθος, γλιστράω, γλιστρώ, πέφτω προς τα κάτω, μπαίνω σε κτ, απορροφώμαι σιγά σιγά, ξεγλυστράω, γλιστράω και πέφτω, γλυστρώ μέσα από, γλιστράω, γλιστρώ, πέφτω, μακραίνω, μπαίνω αθόρυβα, πέφτω, κυλάω, βυθίζομαι, βυθίζομαι σε κτ, περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτ, πέφτω σε κτ, περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης scivolare
γλιστράω, γλιστρώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tim cercava di scivolare con eleganza sul ghiaccio. Ο Τιμ προσπάθησε να τσουλήσει πάνω στον πάγο με χάρη. |
κινούμαι με ευχέρεια, κινούμαι με άνεση(figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli allievi osservavano il maestro di arti marziali, i cui movimenti scivolavano in serie. |
γλιστράω, γλιστρώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) James stava scendendo le scale quando è scivolato ed è caduto. Ο Τζέιμς κατέβαινε τη σκάλα όταν γλίστρησε και έπεσε. |
γλιστράω, γλιστρώverbo intransitivo (cadere) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sono scivolato sul ghiaccio e mi sono ferito. Γλίστρησα στον πάγο και χτύπησα. |
γλιστράω, γλιστρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È scivolato sul marciapiede ghiacciato e si è fatto male. Γλίστρησε στο παγωμένο πεζοδρόμιο και χτύπησε. |
γλιστράω, γλιστρώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È scivolato sul terreno bagnato ma non è caduto. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Γλίστρησε στο υγρό πάτωμα, αλλά δεν έπεσε. |
καυχιέμαιverbo intransitivo (liquido) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γλιστράω, γλιστρώverbo intransitivo (baseball) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Per evitare l'ammonizione è dovuto scivolare di testa in terza base. |
γλιστράω, γλιστρώ(scorrere) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È avanzato verso di me sui suoi pattini da ghiaccio. Γλίστρησε προς το μέρος μου με τα παγοπέδιλά του. |
πάω(avere una buona fluidità) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ascolta bene l'espressione, e nota come scorre. |
γλιστράω, γλιστρώverbo intransitivo (slittare) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il bicchiere scivolò dalla mano di Ian. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Του γλίστρησε το ποτήρι απ' το χέρι. |
γλιστράω, γλιστρώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'auto sbandò sul ghiaccio e andò contro un albero. Το αυτοκίνητο γλίστρησε στον πάγο και χτύπησε ένα δέντρο. |
κάνω λάθος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Scusa, ho fatto un errore quando ho calcolato quanto di dovevo. Συγγνώμη, έκανα λάθος όταν υπολόγιζα πόσα σου χρωστάω. |
γλιστράω, γλιστρώverbo intransitivo (cadendo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πέφτω προς τα κάτωverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μπαίνω σε κτ(entrare strisciando) Si infilò nel letto il più silenziosamente possibile per non svegliare la moglie. |
απορροφώμαι σιγά σιγά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi sono ritrovato a insegnare dopo essere stato bocciato all'esame per diventare medico. Αφού απέτυχα να περάσω τις εξετάσεις στην ιατρική, με απορρόφησε σιγά σιγά η διδασκαλία. |
ξεγλυστράωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γλιστράω και πέφτωverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È scivolata sul marciapiede ghiacciato e si è rotta l'anca. Γλίστρησε στο παγωμένο πεζοδρόμιο και έσπασε τον γοφό της. |
γλυστρώ μέσα απόverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Pensavo di tenerlo saldo ma poi mi è scivolato tra le dita. |
γλιστράω, γλιστρώverbo intransitivo (έμφαση στην κίνηση: από κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Com'è possibile che il mio vaso preferito sia caduto dalla mensola del caminetto? |
πέφτωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La banconota da 100 $ mi deve essere scivolata fuori dal portafoglio: non la trovo più. Το χαρτονόμισμα των 100 δολαρίων πρέπει να έπεσε από την τσέπη μου, δεν το έχω πια. |
μακραίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La sarta fece scendere la gonna in modo che cadesse proprio sotto al ginocchio di Sally. |
μπαίνω αθόρυβα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lei aspettò che nessuno guardasse e poi scivolò silenziosamente attraverso la porta sul retro. Περίμενε μέχρι να μην κοιτάει κανείς, μετά μπήκε αθόρυβα από την πίσω πόρτα. Οι διαρρήκτες μπήκαν και βγήκαν αθόρυβα στο σπίτι χωρίς να ξυπνήσουν τους ιδιοκτήτες. |
πέφτω, κυλάωverbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά: σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Peter è caduto di nuovo nella sua dipendenza. Ο Πήτερ κύλησε ξανά στον εθισμό του. |
βυθίζομαιverbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά: σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La conversazione cadde nel silenzio. Τη συζήτηση ακολούθησε σιωπή. |
βυθίζομαι σε κτverbo intransitivo (figurato: andare in rovina) (μεταφορικά) L'impero stava scivolando lentamente nel caos davanti ai suoi occhi. |
περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Larry fece scorrere le dita sulla superficie tattile della scultura. |
πέφτω σε κτverbo intransitivo (figurato) (σε μια κατάσταση) Dopo aver perso il lavoro, Susan cadde in una profonda depressione. |
περνάω κτ πάνω από κτ, γλιστράω κτ πάνω από κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Fece scorrere le dita sulla seta pregiata. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του scivolare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του scivolare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.