Τι σημαίνει το rimasto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rimasto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rimasto στο Ιταλικό.

Η λέξη rimasto στο Ιταλικό σημαίνει παραμένω, μένω, παραμένω, απομένω, μένω, μένω, απομένω, κάθομαι, μένω, κάνω επίσκεψη, μένω, παραμένω, μένω, εναπομείναν, υπόλοιπος, περισσεύω, μένω, αποφάγια, απομεινάρια, υπόλοιπος, για να ξοδέψω, τελματώνω, που δεν ξέρει τι να πει, το να βλέπω επί ώρες μια σειρά, εντολή παραμονή κατ' οίκον, πολέμιος του Brexit, πολέμια του Brexit, κολλάω, πνίγομαι, μένω σοβαρός, μένω ήρεμος, μένω ψύχραιμος, κπ/κτ δεν μου λέει και πολλά, έρχομαι δεύτερος, μένω πίσω, δεν με αφορά, δεν επηρεάζομαι από, κάθομαι σπίτι, μένω στο σπίτι, δεν μπορώ να κοιμηθώ, παθαίνω σοκ, μένω κενός, παραμένος κενός, δεν μπορώ να βγάλω κτ από το μυαλό μου, αισθάνομαι περήφανος, κλειδώνομαι έξω, κλειδώνομαι απ΄ έξω, επικοινωνώ, μένω έκπληκτος από κτ, είμαι ανοιχτόμυαλος, επιμένω σε κτ, εμμένω σε κτ, ακολουθώ, δεν πλησιάζω, μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος, μένω έγκυος, μένω πιστός, παραμένω σε αχρηστία, κολλάω, δεν μιλάω, χρεοκοπώ, πτωχεύω, φαλιρίζω, παραμένω ανώνυμος, παραμένω ουδέτερος, παραμένω καθιστός, παραμένω στη θέση μου, παραμένω σταθερός, παραμένω έγκυρος, μένω ξύπνιος, παραμένω σιωπηλός, δεσμεύομαι, μένω πίσω, μένω πίσω, καθυστερώ, ακολουθώ με καθυστέρηση, μένω πίσω, μένω ξύπνιος, μένω μέσα, κάθομαι μέσα, μένω σπίτι, κάθομαι σπίτι, υποχωρώ, απομακρύνομαι, παρακολουθώ, τραυματίζομαι, χάνω, μένω ξύπνιος, κρατάω αποστάσεις, κρατάω τις αποστάσεις μου, γκαστρώνω, μένω πίσω, εμπλέκομαι σε, μπερδεύομαι σε, κρατώ επαφή, δεν εκπληρώνομαι, δεσμεύομαι από κτ, εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι, μένω πίσω, δεν απομακρύνομαι, είμαι κολλημένος, μπερδεύομαι, συγχύζομαι, σαστίζω, μένω πίσω, ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερβαίνω, μαθαίνω τα νέα, μαθαίνω ό,τι συμβαίνει, είμαι δίπλα σε κπ, στέκομαι στο πλευρό κάποιου, αναστατώνω, συγκλονίζω, μου λείπει, είμαι υποχρεωμένος από κτ να κάνω κτ, έρχομαι σε επαφή με κτ, παραμένω στο σπίτι, χάνω ένταση, είμαι προσεχτικός, σταθεροποιούμαι, μένω πίσω, είμαι προσκολλημένος, επιμένω σε κτ, έχω τον νου μου, συλλαμβάνω, αναπνέω με δυσκολία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rimasto

παραμένω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il conto rimane in essere.
Ο λογαριασμός παραμένει σε ισχύ.

μένω, παραμένω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lui è uscito mentre lei è rimasta a casa.
Αυτός βγήκε, ενώ εκείνη έμεινε (or: παρέμεινε) σπίτι.

απομένω, μένω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sono rimaste tre fette di pizza.
Απέμειναν (or: έμειναν) τρία κομμάτια πίτσα.

μένω, απομένω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sono rimasti solo tre pasticcini.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Υπάρχουν μόνο τρία κεκάκια ακόμα.

κάθομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ce ne rimarremo qui fino a quando arriverà la band.

μένω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I fratelli di Barry gli diedero il soprannome "Bud" quando era bambino, e gli è rimasto.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα αδέρφια του του έβγαλαν το ψευδώνυμο Bud όταν ήταν μικρός και του κόλλησε.

κάνω επίσκεψη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Spero che il mio amico si fermi per una tazza di tè.

μένω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vorrei che tu restassi.
Θέλω να μείνεις.

παραμένω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μένω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stai qui e non muoverti.
Μείνε εδώ και μην κουνηθείς.

εναπομείναν

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Έχει περισσέψει καθόλου ψωμί;

υπόλοιπος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Per favore, le persone rimaste si spostino nelle prime file.
Οι υπόλοιποι παρακαλείσθε να μετακινηθείτε στις μπροστινές σειρές.

περισσεύω, μένω

aggettivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dopo la festa era rimasta solo una bottiglia di vino.
Μετά το πάρτι περίσσεψε (or: έμεινε) μόνο ένα μπουκάλι κρασί.

αποφάγια, απομεινάρια

aggettivo (avanzi di cibo) (φαγητό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Vuoi finire quel pollo avanzato?
Θα τελειώσεις αυτά τα απομεινάρια κοτόπουλου;

υπόλοιπος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli articoli rimasti sono stati inscatolati e donati in beneficenza.
Τα υπόλοιπα είδη τοποθετήθηκαν σε κούτες και δωρίστηκαν σε φιλανθρωπικούς οργανισμούς.

για να ξοδέψω

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τελματώνω

(figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

που δεν ξέρει τι να πει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το να βλέπω επί ώρες μια σειρά

(un programma televisivo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εντολή παραμονή κατ' οίκον

(ordinanza)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πολέμιος του Brexit, πολέμια του Brexit

κολλάω, πνίγομαι

(in una situazione) (μεταφορικά: σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pensavo di riuscire ad andare via presto ma sono rimasto bloccato da varie scartoffie.

μένω σοβαρός

verbo intransitivo (έκφραση προσώπου)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Quando ha detto di essere vergine non sono riuscito a restare serio. Fu difficile rimanere impassibile quando feci quello scherzo ai miei colleghi.

μένω ήρεμος, μένω ψύχραιμος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Devi riuscire a rimanere calmo se ti provocano.

κπ/κτ δεν μου λέει και πολλά

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non sono rimasto impressionato dalla nuova mostra di quell'artista. L'ho reputata banale.

έρχομαι δεύτερος

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μένω πίσω

verbo intransitivo (letteralmente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gli escursionisti con maggiore esperienza dovrebbero stare in fondo al gruppo per assicurarsi che nessuno rimanga indietro.

δεν με αφορά, δεν επηρεάζομαι από

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nessun uomo può assistere ad una tale sofferenza e rimanere indifferente.

κάθομαι σπίτι, μένω στο σπίτι

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Oggi sono stato a casa perché non mi sentivo bene.

δεν μπορώ να κοιμηθώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rimango a letto sveglio a preoccuparmi quasi tutta la notte.
Δεν μπορώ να κοιμηθώ σχεδόν όλη τη νύχτα επειδή ανησυχώ.

παθαίνω σοκ

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Sono rimasto scioccato quando ho trovato tua moglie nuda nel mio letto.

μένω κενός, παραμένος κενός

verbo intransitivo (posto di lavoro) (θέση εργασίας)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

δεν μπορώ να βγάλω κτ από το μυαλό μου

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αισθάνομαι περήφανος

verbo intransitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Rimase a testa alta dopo essersi difesa con successo.

κλειδώνομαι έξω, κλειδώνομαι απ΄ έξω

επικοινωνώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ciao. Non dimenticarti di restare in contatto! Anche se sono passati dieci anni da quando hanno lavorato insieme, i due colleghi sono rimasti in contatto.
Αντίο! Να τα λέμε!

μένω έκπληκτος από κτ

verbo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sono rimasto colpito dalla bellezza della casa di campagna estiva.

είμαι ανοιχτόμυαλος

(a nuove idee)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

επιμένω σε κτ, εμμένω σε κτ

ακολουθώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Randall rimaneva indietro a causa del suo piede ferito e non riusciva a stare al passo con il gruppo.

δεν πλησιάζω

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un avviso fuori dalla gabbia delle scimmie avverte i visitatori di rimanere lontani.

μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Cercherà di farti arrabbiare, ma tu devi restare calmo. State tutti calmi finché non arriva la polizia!
Θα προσπαθήσει να σε νευριάσει θα πρέπει όμως να μείνεις ψύχραιμη. Παρακαλείσθε όλοι να μείνετε ψύχραιμοι μέχρι να έρθει η αστυνομία!

μένω έγκυος

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anche se aveva già due figli, voleva rimanere incinta nuovamente.

μένω πιστός

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

παραμένω σε αχρηστία

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il suo talento artistico è rimasto inutilizzato troppo a lungo.

κολλάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'auto è rimasta bloccata nel fango e un contadino del luogo ha dovuto tirarla fuori con il trattore.
Το αυτοκίνητο κόλλησε στη λάσπη κι ένας αγρότης της περιοχής χρειάστηκε να το απεγκλωβίσει με το τρακτέρ του.

δεν μιλάω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρεοκοπώ, πτωχεύω, φαλιρίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La crisi della borsa lo ha fatto finire sul lastrico.

παραμένω ανώνυμος

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando rispondo a un sondaggio preferisco restare anonimo.
Όταν συμμετέχω σε έρευνες προτιμώ να παραμένω ανώνυμος.

παραμένω ουδέτερος

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'arbitro deve rimanere imparziale.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η Ελβετία παρέμεινε ουδέτερη κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

παραμένω καθιστός, παραμένω στη θέση μου

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vi preghiamo di rimanere seduti finché l'autobus non si fermerà completamente.
Παρακαλώ παραμείνετε στις θέσεις σας έως το λεωφορείο να σταματήσει εντελώς.

παραμένω σταθερός

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'uomo è gravemente ferito, ma i medici dicono che le sue condizioni rimangono stabili.
Ο άντρας τραυματίστηκε σοβαρά αλλά οι γιατροί λένε πως η κατάστασή του παραμένει σταθερή.

παραμένω έγκυρος

verbo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sebbene sia già stato detto, il punto rimane valido.

μένω ξύπνιος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Il signor Smith è così noioso che mi è difficile rimanere sveglio in classe. // Bere caffè mi aiuta a rimanere sveglio al lavoro.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο κύριος Σμιθ είναι τόσο βαρετός που μου είναι δύσκολο να μείνω ξύπνιος στο μάθημά του. Ο καφές με βοηθάει να μένω ξύπνιος στη δουλειά.

παραμένω σιωπηλός

verbo intransitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

δεσμεύομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μένω πίσω

Jim rimaneva indietro mentre gli altri corridori si avvicinavano alla linea di traguardo.

μένω πίσω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

Il corridore è rimasto indietro dopo il ventiduesimo chilometro della maratona a causa delle sue gambe stanche.

καθυστερώ, ακολουθώ με καθυστέρηση

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μένω πίσω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se non studio due ore ogni sera rischio di rimanere indietro con lo studio.
Αν δεν μελετάω δύο ώρες κάθε βράδυ, κινδυνεύω να μείνω πίσω με τα μαθήματα για την τάξη μου.

μένω ξύπνιος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Siamo rimasti svegli tutta la notte a chiacchierare.
Μείναμε ξύπνιοι όλη νύχτα μιλώντας μεταξύ μας.

μένω μέσα, κάθομαι μέσα, μένω σπίτι, κάθομαι σπίτι

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fuori era freddo e c'era vento, così decidemmo di restare a casa.
Είχε κρύο και φύσαγε και έτσι αποφασίσαμε να μείνουμε σπίτι.

υποχωρώ, απομακρύνομαι

verbo intransitivo (λόγω ντροπής)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il gatto rimase in disparte quando cercai di accarezzargli la testa.

παρακολουθώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τραυματίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χάνω

(fare [qlcs])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Milly è rimasta a letto con l'influenza, perciò non è potuta andare alla festa.

μένω ξύπνιος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
La festa era così noiosa che ho dovuto lottare per restare sveglio. Ho fatto fatica a restare sveglio durante quella lezione noiosa.

κρατάω αποστάσεις, κρατάω τις αποστάσεις μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Δεν πλησιάζω άτομα που είναι άρρωστα.

γκαστρώνω

verbo intransitivo (fuori dal matrimonio) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Molte ragazze che restano incinte scelgono di dare il bimbo in adozione.

μένω πίσω

verbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Da quando è cominciata la rivoluzione digitale, sono rimasto indietro.

εμπλέκομαι σε, μπερδεύομαι σε

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cerca di non rimanere coinvolto nei problemi degli altri.

κρατώ επαφή

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sono rimasta ancora in contatto con il mio migliore amico d'infanzia.
Ακόμα κρατώ επαφή με τον καλύτερό μου φίλο από τα παιδικά μου χρόνια.

δεν εκπληρώνομαι

(ambizione, desiderio)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεσμεύομαι από κτ

verbo intransitivo

εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μένω πίσω

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sean è inciampato all'inizio della gara ed è rimasto indietro rispetto agli altri.
Ο Σoν σκόνταψε στην αρχή του αγώνα και σύντομα έμεινε πίσω.

δεν απομακρύνομαι

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tina ha detto ai gemelli di restare vicini mentre attraversavano la strada trafficata.

είμαι κολλημένος

verbo intransitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
La trama del romanzo non aveva senso perché diverse pagine erano rimaste appiccicate.

μπερδεύομαι, συγχύζομαι, σαστίζω

(με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sono impressionato dalla complessità di questa equazione.

μένω πίσω

verbo intransitivo

Il corridore ha cominciato a rimanere indietro quando si è storto la caviglia dopo tre chilometri dalla partenza.

ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερβαίνω

verbo intransitivo (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prudence sperava di riuscire a essere superiore ai pettegolezzi meschini e al comportamento intransigente degli abitanti del vicinato.

μαθαίνω τα νέα, μαθαίνω ό,τι συμβαίνει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ti stai tenendo aggiornato sulle ultime notizie da Copenaghen?
Μαθαίνεις όλα τα νέα από την Κοπεγχάγη;

είμαι δίπλα σε κπ, στέκομαι στο πλευρό κάποιου

verbo intransitivo (sostenere, non abbandonare) (μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Quando il politico fu accusato di cattivo utilizzo dei fondi pubblici la moglie rimase al suo fianco.
Η σύζυγος του πολιτικού ήταν δίπλα του όταν κατηγορήθηκε για κατάχρηση δημόσιου χρήματος.

αναστατώνω, συγκλονίζω

verbo (figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leah rimase sconvolta dalla notizia che suo marito aveva perso il lavoro.
Τα νέα ότι ο σύζυγός της έχασε τη δουλειά του αναστάτωσαν τη Λία.

μου λείπει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Πρέπει να πάω για ψώνια· μας έχει τελειώσει το ψωμί και το γάλα.

είμαι υποχρεωμένος από κτ να κάνω κτ

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έρχομαι σε επαφή με κτ

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi viene un'irritazione se la mia pelle rimane a contatto con il nichel per troppo tempo.

παραμένω στο σπίτι

verbo intransitivo (ordinanza)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάνω ένταση

verbo intransitivo (για φωνή)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Era rimasto senza voce perché alla partita aveva urlato troppo.

είμαι προσεχτικός

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I truffatori stanno prendendo di mira le persone anziane per mezzo di telefonate. Ho detto ai miei nonni di stare attenti.

σταθεροποιούμαι

(rimanere statico) (σε χαμηλή τιμή)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μένω πίσω

(μεταφορικά)

In termini di innovazione tecnologica, la compagnia rimaneva indietro.
Η εταιρεία έμεινε πίσω σε θέματα τεχνολογικής καινοτομίας.

είμαι προσκολλημένος

(figurato)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Qualsiasi cosa accada, le persone religiose restano ancorate alle proprie credenze.
Ό, τι και να συμβεί, οι θρησκευόμενοι μένουν προσκολλημένοι στα πιστεύω τους.

επιμένω σε κτ

(decisione, azione)

Sono fermo sulla mia decisione di licenziare Richard: era la cosa giusta da fare.

έχω τον νου μου

(για κάτι/κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Stai all'erta in caso di attività sospette nel tuo quartiere.

συλλαμβάνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I medici stanno esaminando come mai non riesce a restare incinta.
Οι γυναικολόγοι εξετάζουν γιατί δεν μπορεί να συλλάβει.

αναπνέω με δυσκολία

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dopo la corsa Rob respirava a fatica.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rimasto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.