Τι σημαίνει το responsável στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης responsável στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του responsável στο πορτογαλικά.

Η λέξη responsável στο πορτογαλικά σημαίνει υπεύθυνος, υπεύθυνος για κτ, υπεύθυνος, υπεύθυνος για κτ/κπ, ένοχος, υπεύθυνος, υπεύθυνος για κτ, που φταίει, υπεύθυνος, υπεύθυνος, που ευθύνεται, υπεύθυνος, υπεύθυνος, θεράπων, δίνω λόγο, υπόλογος, υπεύθυνος, λογοδοτώ σε κπ, υπεύθυνος, δυναμικός, υπεύθυνος για κτ, ανώτερος, κηδεμόνας, φταίω για κτ, ευθύνομαι για κτ, που γίνεται από καθήκον, υπεύθυνος για κτ, υπεύθυνος, επικεφαλής, υπεύθυνος για κτ, υπεύθυνος, υπεύθυνη, θεράπων ιατρός, υπέυθυνο άτομο, επιμελητής, επιμελήτρια, άδεια, άμεσος προϊστάμενος, άμεση προϊσταμένη, μου πέφτει ο κλήρος να κάνω κτ, καθιστώ κπ υπεύθυνο για κτ, παίζω ρόλο σε κτ, επαγγελματίας που προετοιμάζει ακίνητα για πώληση, αυτός που φροντίζει το σπίτι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης responsável

υπεύθυνος

adjetivo (confiável)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sim, o John é uma pessoa responsável. Eu confio nele.
Ναι, ο Γιάννης είναι ένα υπεύθυνο άτομο. Τον εμπιστεύομαι.

υπεύθυνος για κτ

adjetivo

Ele era responsável por lidar com os convites.

υπεύθυνος

substantivo masculino e feminino (que presta contas)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eu não acredito no quanto esse serviço está terrível. Eu quero falar com o responsável aqui.

υπεύθυνος για κτ/κπ

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eu estou responsável por minha irmã enquanto meus pais estão fora. Helen é responsável por todo o departamento de vendas.
Είμαι υπεύθυνος για την αδερφή μου όταν λείπουν οι γονείς μου.

ένοχος, υπεύθυνος

substantivo masculino e feminino (culpado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Depois da recente série de roubos, a polícia assegurou a comunidade que eles irão prender os responsáveis.

υπεύθυνος για κτ

adjetivo (culpado por)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele é responsável pelos crimes dele.
Είναι υπεύθυνος για τα εγκλήματα που διέπραξε.

που φταίει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sou responsável por ter quebrado o vaso.
Εγώ ευθύνομαι για το σπάσιμο του βάζου.

υπεύθυνος

adjetivo (que cumpre suas obrigações)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ela é muito responsável para uma garota de sua idade.

υπεύθυνος

adjetivo (incumbido)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eles são conjuntamente responsáveis pelo sucesso futuro do projeto.
Είναι από κοινού υπεύθυνοι για τη μελλοντική επιτυχία του έργου.

που ευθύνεται

adjetivo (causador) (για κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Os agentes responsáveis por investigarem o incêndio determinaram que os cabos estragados foram responsáveis.
Οι υπεύθυνοι που εξέτασαν τα αίτια της πυρκαγιάς αποφάνθηκαν ότι ευθύνεται η καλωδίωση που είχε υποστεί βλάβη.

υπεύθυνος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fico feliz em instalar a atualização em seu computador, mas se alguma coisa der errado, não serei responsável.
Με χαρά να εγκαταστήσω την ανανέωση στον υπολογιστή σας, αλλά αν κάτι πάει στραβά, δε θα φέρω ευθύνη.

υπεύθυνος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quando um projeto falha, é importante saber quem é responsável.
Όταν ένα έργο αποτυγχάνει, είναι σημαντικό να ξέρουμε ποιος φέρει την ευθύνη.

θεράπων

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δίνω λόγο

adjetivo (σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπόλογος, υπεύθυνος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λογοδοτώ σε κπ

adjetivo

υπεύθυνος

adjetivo (για κτ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kyle é responsável por suas ações enquanto estava bêbado.
Ο Κάιλ είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του ενώ ήταν μεθυσμένος.

δυναμικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπεύθυνος για κτ

adjetivo

ανώτερος

adjetivo (chefe)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O arquiteto responsável tinha uma boa equipe trabalhando com ele.
Ο ανώτερος αρχιτέκτονας είχε μια καλή ομάδα υπό τις οδηγίες του.

κηδεμόνας

(de uma criança)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Um parente ou tutor precisa ligar para deixar a criança sair da escola.
Για να φύγει ένα παιδί από το σχολείο πρέπει να τηλεφωνήσει ένας γονέας ή κηδεμόνας.

φταίω για κτ, ευθύνομαι για κτ

adjetivo

που γίνεται από καθήκον

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπεύθυνος για κτ

adjetivo

υπεύθυνος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επικεφαλής

(με γενική)

O editor está encarregado de um grande time de jornalistas.
Ο συντάκτης ηγείται μιας μεγάλης ομάδας δημοσιογράφων.

υπεύθυνος για κτ

Os ventos fortes foram responsáveis pelos barcos capotados.

υπεύθυνος, υπεύθυνη

Για να αποκτήσεις πρόσβαση θα πρέπει να μιλήσεις με τον υπεύθυνο ασφαλείας.

θεράπων ιατρός

(encarregado por um caso)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

υπέυθυνο άτομο

substantivo feminino (alguém sensato e fidedigno)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επιμελητής, επιμελήτρια

(γιατρός σε νοσοκομείο)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

άδεια

substantivo feminino (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άμεσος προϊστάμενος, άμεση προϊσταμένη

substantivo masculino

Ο Κρις θα είναι ο άμεσος προϊστάμενός σου σ' αυτό το έργο.

μου πέφτει ο κλήρος να κάνω κτ

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Minha irmã foi às compras com a amiga dela e eu fiquei encarregado de ser babá dos dois filhos pequenos dela.
Η αδερφή μου πήγε για ψώνια με τη φίλη της και εγώ ξέμεινα να κάνω μπέιμπι σίτινγκ στα δυο μικρά παιδιά της.

καθιστώ κπ υπεύθυνο για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίζω ρόλο σε κτ

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επαγγελματίας που προετοιμάζει ακίνητα για πώληση

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αυτός που φροντίζει το σπίτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του responsável στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.