Τι σημαίνει το recorte στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης recorte στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του recorte στο ισπανικά.

Η λέξη recorte στο ισπανικά σημαίνει μειώνω, κόβω, κουρεύω, κλαδεύω, κόβω, μειώνω, περικόπτω, κάνω οικονομία, περιορίζω, ελαττώνω, μειώνω, απολύω, στερώ, κόβω, περικόπτω, μειώνω, μικραίνω, περιορίζω, κόβω, περικόπτω, ψαλιδίζω, κόβω, κόβω, περικόπτω, μειώνω, ελαττώνω, ρίχνω, κατεβάζω, ξύνω, τρώω, παίρνω, αφαιρώ λεπτό στρώμα από, κόβω, ρίχνω, κουρεύω, κόβω, κουρεύω, μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω, σφίγγω τα λουριά, ελαττώνω, κατεβάζω, ρίχνω, κτ κομμένα από χαρτί, περιορισμός εξόδων, ελάττωση εξόδων, απόκομμα εφημερίδας, απόκομμα, διαγραφή, απάλειψη, απόκομμα, ψαλιδιά, περικοπή, κούρεμα, μείωση, περικοπή, μειώνω, φτάνω, πλησιάζω, μειώνω, κόβω τις άκρες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης recorte

μειώνω

(gastos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estuvimos gastando demasiado, tenemos que recortar gastos.
Ξοδεύουμε πάρα πολλά. Πρέπει να μειώσουμε τα έξοδα.

κόβω, κουρεύω

(el pelo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El peluquero recortó el pelo de Juan.
Ο κομμωτής πήρε της άκρες από τα μαλλιά του Τζον.

κλαδεύω

(las plantas, el pasto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Melanie recortó el seto para que quedara más prolijo.
Η Μέλανι κλάδεψε τον φράκτη με τους θάμνους για να τον κάνει να φαίνεται περιποιημένος.

κόβω

verbo transitivo (la barba)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Henry se recorta la barba regularmente.
Ο Χένρι τριμάρει τακτικά το μούσι του.

μειώνω, περικόπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este departamento deberá recortar su presupuesto el año próximo.

κάνω οικονομία

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando los constructores tratan de recortar en los cimientos, el resultado es desastroso.

περιορίζω, ελαττώνω, μειώνω

verbo transitivo (εργατικό δυναμικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απολύω

(εργαζομένους)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La empresa se ha visto forzada a recortar muchos puestos que antes se consideraban vitales.

στερώ

verbo transitivo (κάτι από κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Esta recesión está recortando mi lujoso estilo de vida!

κόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El fotógrafo recortó la foto de modo que pudiera caber en el marco.

περικόπτω, μειώνω

(gastos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La administración recortó el presupuesto de este departamento el año pasado, así que un buen número de proyectos tuvieron que ser abandonados.

μικραίνω, περιορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las ganancias son bajas, así que vamos a tener que recortar el presupuesto para el año próximo.

κόβω

(fotografía, imagen)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περικόπτω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El negocio va mal, vamos a tener que recortar empleados.

ψαλιδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jasmine cortó su flequillo frente al espejo.

κόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El héroe de la película le cortó la cabeza al villano.

κόβω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El presupuesto del año que viene deberá reducirse severamente.

περικόπτω, μειώνω, ελαττώνω

(gastos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El recorte en el presupuesto provocó que la compañía redujera sus gastos.

ρίχνω, κατεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nadie estaba comprando nada así que decidieron abaratar los precios.
Κανείς δεν αγόραζε τίποτα έτσι αποφάσισαν να ρίξουν τις τιμές.

ξύνω, τρώω, παίρνω, αφαιρώ λεπτό στρώμα από

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A ese presupuesto le tenemos que rebajar al menos cien dólares.

κόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A mucha gente no le parece bien que a los perros se les corten las orejas.
Πολλοί δεν θέλουν να κόβουν τα αυτιά των σκύλων τους.

ρίχνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La cadena de supermercados reducirá sus precios para atraer a más clientes.
Το σουπερμάρκετ ρίχνει τις τιμές του για να προσελκύσει περισσότερους πελάτες.

κουρεύω, κόβω

(los precios) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La tienda ha rebajado todos sus precios un 20 %.

κουρεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si no puedes dejar de fumar, al menos podrías tratar de reducir el consumo.
Αν δεν μπορείς να κόψεις τελείως το κάπνισμα προσπάθησε τουλάχιστον να το μειώσεις.

σφίγγω τα λουριά

(derechos o actividades) (καθομ, μτφ: με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La ciudad está restringiendo drásticamente la violencia de los gangs.

ελαττώνω, κατεβάζω, ρίχνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Con esta crisis económica, tendremos que reducir nuestro plan de negocios.
Με την οικονομική κρίση, θα πρέπει να ελαττώσουμε τα επιχειρηματικά μας σχέδια.

κτ κομμένα από χαρτί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un recorte de un árbol de Navidad colgaba de la ventana.
Η τάξη ήταν διακοσμημένη με μήλα και μολύβια κομμένα από χαρτί.

περιορισμός εξόδων, ελάττωση εξόδων

απόκομμα εφημερίδας

nombre masculino (de periódico)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Los recortes permiten analizar casos reales de divulgación científica en las clases de epistemología.

απόκομμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Arnold guardaba un álbum con todos los recortes de su larga carrera como reportero.
Ο Άρνολντ κρατούσε ένα λεύκωμα με αποκόμματα από τη μακρά του θητεία ως ρεπόρτερ εφημερίδας.

διαγραφή, απάλειψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El recorte hizo que la versión para televisión fuera mucho más corta que la original.

απόκομμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sólo escuché un pedazo de la noticia. ¿Sabes los detalles?

ψαλιδιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Había un pequeño corte en el borde de la tela.

περικοπή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los cortes en el presupuesto dieron fin a programas importantes.
Οι περικοπές στον προϋπολογισμό είχαν ως αποτέλεσμα τον τερματισμό μερικών σημαντικών προγραμμάτων.

κούρεμα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El presupuesto para artículos de oficina ha sufrido una reducción este año.

μείωση, περικοπή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μειώνω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ahora que estoy desempleada vamos a tener que recortar gastos en nuestro consumo.

φτάνω, πλησιάζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μειώνω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En estos tiempos de crisis muchas familias han reducido al máximo su presupuesto de comida hasta unos pocos artículos básicos de alimentación.
Σε αυτή τη δύσκολη οικονομικά εποχή πολλές οικογένειες έχουν μειώσει τα ψώνια τους σε λίγα βασικά πράγματα.

κόβω τις άκρες

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He cortado el césped, ahora necesito recortar los bordes.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του recorte στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.