Τι σημαίνει το race στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης race στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του race στο Αγγλικά.

Η λέξη race στο Αγγλικά σημαίνει αγώνας, αγώνας ταχύτητας, τρέχω, ιπποδρομία, ράτσα, φυλή, κατεβάζω σε αγώνες, παραβγαίνω, παραβγαίνω, ρεύμα, ροή, υποδοχή, τρέχω, πάω μια κόντρα, -, ανταγωνισμός εξοπλισμών, αγώνας ποδηλασίας, ποδηλατικός αγώνας, αγώνας κωπηλασίας, αγώνας κωπηλασίας μεταξύ των φοιτητών των πανεπιστημίων του Κέιμπριτζ και της Οξφόρδης, πρόσωπο, αρματοδρομία, αγώνας ανώμαλου δρόμου, drag race, αγώνας αντοχής, αγώνας δρόμου, ιπποδρομία, ντέρμπι, ανθρώπινο είδος, μαραθώνιος, ανώτερη φυλή, αγώνας ταχύτητας με δύο μόνο αντιπάλους, μιγάς, μιγάδα, αγώνας ταχύτητας για μοτοσυκλέτες, πολιτικός αγώνας, αγώνας δρόμου, αγωνιστικό ποδήλατο, αγωνιστικό αυτοκίνητο, έχω άλογα κούρσας, άλογο κούρσας, διαφυλετικές σχέσεις, ταραχές που οφείλονται σε φυλετικές εντάσεις, βάδην, άλογο κούρσας, ιππόδρομος, καθημερινότητα, σκυταλοδρομία, κόντρες, αγώνας τρεξίματος, στον οποίο και τα δύο πόδια είναι μέσα σε σάκο, λευκή φυλή, ιστιοπλοϊκός αγώνας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης race

αγώνας

noun (informal test of speed)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Fred won the race around the park.
Ο Φρεντ βγήκε πρώτος στον αγώνα γύρω από το πάρκο.

αγώνας ταχύτητας

noun (competition of speed)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The Indy 500 is a famous auto race.
Το Ίντι 500 είναι ένας πασίγνωστος αγώνας ταχύτητας αυτοκινήτων.

τρέχω

transitive verb (ride or drive in a race)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My nephew races go-karts.
Ο ανιψιός μου τρέχει με καρτ.

ιπποδρομία

plural noun (horse races, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tommy likes going to the races.
Στον Τόμι αρέσει να πηγαίνει σε ιπποδρομίες.

ράτσα

noun (division of living things) (ζώα: καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The saguaro is a race of cactus.
Ο σαγκουάρο συνιστά ποικιλία κάκτων.

φυλή

noun (ethnicity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Race is not a factor in hiring.
Η φυλή δεν επηρεάζει τις προσλήψεις.

κατεβάζω σε αγώνες

transitive verb (make an animal compete)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My Uncle Rory trains and races whippets.
Ο θείος μου ο Ρόρι προπονεί γουίπετ και τα κατεβάζει σε αγώνες.

παραβγαίνω

transitive verb (compete against) (με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The boys raced each other down the hill.

παραβγαίνω

intransitive verb (compete)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The brothers liked to race.
Στα αδέρφια άρεσε να παραβγαίνουν στο τρέξιμο.

ρεύμα

noun (current of water)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nothing could be heard above the river's noisy race.

ροή

noun (stream)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The mill race drives the waterwheel.

υποδοχή

noun (track for bearings)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bearings came out of the race.

τρέχω

intransitive verb (move fast)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Leah raced around the room.
Η Λία έτρεχε γύρω γύρω στο δωμάτιο.

πάω μια κόντρα

transitive verb (try to be faster than)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll race you to the corner!
Παραβγαίνουμε μέχρι τη γωνία;

-

transitive verb (make [sth] move fast) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Jeremy raced the stroller down the street.
Ο Τζέρεμυ κατέβηκε το δρόμο σπρώχνοντας γρήγορα το καρότσι.

ανταγωνισμός εξοπλισμών

noun (military weapons)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The arms race was a distinguishing feature of the Cold War.

αγώνας ποδηλασίας

(sports)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ποδηλατικός αγώνας

noun (informal (cycling contest)

The two boys decided to have a bike race around the edge of the park.

αγώνας κωπηλασίας

noun (rowing competition)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The Ghent Student Regatta is a boat race for students.

αγώνας κωπηλασίας μεταξύ των φοιτητών των πανεπιστημίων του Κέιμπριτζ και της Οξφόρδης

noun (UK (Oxford-Cambridge competition)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Oxford won the Boat Race last year.

πρόσωπο

noun (UK, regional, slang (Cockney rhyming slang: face)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I've got a joke that will put a smile on your boat race.

αρματοδρομία

noun (historical (competition between chariots) (ιστορικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It took over three months to film the chariot race in Ben-Hur.

αγώνας ανώμαλου δρόμου

noun (foot race: across fields)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

drag race

noun (two-car competition)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The annual Kingdon drag races take place this weekend.

αγώνας αντοχής

noun (long-distance competition) (μηχανοκίνητα σπορ)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Many thousands of spectators enjoyed the endurance race.

αγώνας δρόμου

noun (running competition)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The three-legged race was always my favorite foot race.

ιπποδρομία

noun (competition for horses)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Brenda is watching a horse race on TV.

ντέρμπι

noun (US, figurative (close competition)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ανθρώπινο είδος

noun (humanity, humans as a species)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The human race had better learn to look after this planet - it's the only one we've got!

μαραθώνιος

noun (26-mile race run on foot)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The marathon race is one of the highlights of the Olympic Games.

ανώτερη φυλή

noun (Nazis' Aryan ideal)

Nazi ideology describes a human master race as Nordic people with blond hair and blue eyes.

αγώνας ταχύτητας με δύο μόνο αντιπάλους

noun (two competitors)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The match race between the two great horses took place at Pimlico Race Course.

μιγάς, μιγάδα

adjective (of parents from different ethnicities)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Barack Obama is the first mixed-race president of the United States.

αγώνας ταχύτητας για μοτοσυκλέτες

noun (sports competition for motorcycles)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The Isle of Man TT races are the oldest and most famous motorcycle races in the world.

πολιτικός αγώνας

noun (competition for government office)

Chris Dudley took part in the political race for Governor of Oregon.

αγώνας δρόμου

noun (urgent task) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
We're in a race against time: the deadline's close of business today!

αγωνιστικό ποδήλατο

noun (cycle for racing)

My racing bicycle has nine gears.

αγωνιστικό αυτοκίνητο

noun (high-powered motor vehicle for racing)

The race car sped round the track at 150 miles per hour.

έχω άλογα κούρσας

verbal expression (enter horses into races)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
My family has been racing horses since the 19th century.

άλογο κούρσας

plural noun (horses bred for racing)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Toby breeds race horses at his stables in Norfolk.

διαφυλετικές σχέσεις

plural noun (relationships between races)

Race relations in the United States have improved over the last few decades.

ταραχές που οφείλονται σε φυλετικές εντάσεις

noun (public disorder caused by racial tension)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βάδην

noun (sport) (μόνο ενικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

άλογο κούρσας

noun (horse that competes in races)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
That racehorse has never lost.

ιππόδρομος

noun (circuit for horse or motor racing) (άλογα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We're going to the racetrack to practice driving.

καθημερινότητα

noun (figurative (work life: competitive, routine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I wanted to escape the rat race and work from home.

σκυταλοδρομία

noun (race in which runners take turns)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I was running in a relay race when I dropped the baton.

κόντρες

noun (athletics, cars: race on public roads) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αγώνας τρεξίματος, στον οποίο και τα δύο πόδια είναι μέσα σε σάκο

noun (contest run with legs in cloth bag)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

λευκή φυλή

noun (fair-skinned people)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Nazis believed in the superiority of the white race.

ιστιοπλοϊκός αγώνας

noun (speed sailing event)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του race στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του race

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.