Τι σημαίνει το put up στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης put up στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του put up στο Αγγλικά.
Η λέξη put up στο Αγγλικά σημαίνει εκθέτω, παρουσιάζω, ανεβάζω, σηκώνω, φιλοξενώ, στήνω, τσοντάρω, μένω, βάζω κπ να κάνει κτ, αγωνίζομαι, παλεύω, πασχίζω, βγάζω προς ενοικίαση, διαθέτω προς ενοικίαση, κάνω οικονομική προσφορά, ανέχομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης put up
εκθέτω, παρουσιάζωphrasal verb, transitive, separable (mount, display) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He put up a picture for visitors to see. Εξέθεσε μια φωτογραφία για να τη βλέπουν οι επισκέπτες. |
ανεβάζωphrasal verb, transitive, separable (price: increase) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We've been forced to put up our prices to cover the costs of raw materials. Αναγκαστήκαμε να ανεβάσουμε τις τιμές μας για να καλύψουμε το κόστος των πρώτων υλών. |
σηκώνωphrasal verb, transitive, separable (raise) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Put your hand up if you know the answer. Σήκωσε το χέρι σου εάν γνωρίζεις την απάντηση. |
φιλοξενώphrasal verb, transitive, separable (informal (accommodate: [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We would be happy to put you up when you next come to London. Με χαρά να σε φιλοξενήσουμε όταν ξαναέρθεις στο Λονδίνο. |
στήνωphrasal verb, transitive, separable (erect) (σκηνή, σκάλα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The scouts put up their tent as soon as they arrived at the campsite. That building firm is putting up a new block of flats near the river. Οι πρόσκοποι έστησαν τη σκηνή τους, μόλις έφθασαν στο χώρο της κατασκήνωσης. Η κατασκευαστική εταιρεία κτίζει μια καινούργια πολυκατοικία δίπλα στον ποταμό. |
τσοντάρωphrasal verb, transitive, separable (informal (sum: contribute) (αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Charlotte's parents put up £1,000 towards her travelling expenses. Οι γονείς της Σαρλότ τσόνταραν 1000 λίρες για τα έξοδα του ταξιδιού της. |
μένω(stay, be accommodated at) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We put up at a lovely hotel just outside of town. |
βάζω κπ να κάνει κτphrasal verb, transitive, separable (persuade [sb] to do [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Rick was questioned by police but would not reveal who put him up to the crime. |
αγωνίζομαι, παλεύω, πασχίζωverbal expression (struggle) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) My daughter was so tired that she didn't even put up a fight when it was time for her nap. He put up a good fight but the other man was stronger. Αγωνίστηκε γερά αλλά ο αντίπαλος ήταν δυνατότερος. |
βγάζω προς ενοικίαση, διαθέτω προς ενοικίασηverbal expression (make available to rent) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Owners can put their caravans up for hire on the website. |
κάνω οικονομική προσφοράverbal expression (informal (make a financial offer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I was ready to put up the money, but the seller withdrew at the last minute. |
ανέχομαιverbal expression (informal (tolerate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I will not put up with your whining any more. Go to bed this minute! Δεν θα ανεχτώ άλλο την γκρίνια σου. Πήγαινε για ύπνο τώρα! |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του put up στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του put up
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.