Τι σημαίνει το prohibido στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης prohibido στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του prohibido στο ισπανικά.

Η λέξη prohibido στο ισπανικά σημαίνει που απαγορεύεται, απαγορευμένος, εκτός ορίων, δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται, απαγορευμένος, απαγορευμένος, απαγορευμένος, που έχει απορριφθεί, απαγορευμένος, που απαγορεύεται, απαγορεύεται να κάνω κτ, απαγορευμένος, απαγορεύω, απαγορεύω, απαγορεύω, απαγορεύω, απαγορεύω, αποκλείω την είσοδο, απαγορεύω την είσοδο, δεν επιτρέπω, απαγορεύω σε κπ να κάνει κτ, απαγορεύω, ασκώ βέτο, προβάλλω βέτο, καθιστώ κτ απαγορευτικό, απαγορεύεται το αλκοόλ, κατάλληλος για ηλικίες άνω των 13, Ευχαριστούμε που δεν καπνίζετε., ΜΗΝ ΠΕΤΑΤΕ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ, τμήμα δρόμου όπου απαγορεύεται η στάση και η στάθμευση, απαγορευμένος καρπός, απαγορευμένος έρωτας, παράνομος έρωτας, απαγορεύεται/δεν υπάρχει η είσοδος, απαγορεύεται η στάθμευση, Μην περνάτε, Μην διασχίζετε, δεν πατάω, δεν περπατώ σε, απαγορευμένος καρπός, απαγορευμένος έρωτας, παράνομος έρωτας, ζώνη παράνομης στάθμευσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης prohibido

που απαγορεύεται

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Está prohibido fumar en todo el edificio.
Το κάπνισμα απαγορεύεται οπουδήποτε στο κτίριο.

απαγορευμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

εκτός ορίων

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El pueblo era zona prohibida para los estudiantes del internado.

δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται

participio pasado

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En esta playa está prohibido hacer fogatas.

απαγορευμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El gobierno puso la novela en una lista de libros prohibidos.

απαγορευμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

απαγορευμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που έχει απορριφθεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La lectura de libros prohibidos se castigaba con severidad en la antigüedad.

απαγορευμένος

adjetivo

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
En algunas culturas está prohibido tocar comida con la mano izquierda.
Σε κάποιες χώρες, το να ακουμπήσεις φαγητό με τα χέρια θεωρείται απαγορευμένο.

που απαγορεύεται

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El sitio web está prohibido para chicos menores de 14 años.

απαγορεύεται να κάνω κτ

adjetivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Está prohibido que vuelvas a esta biblioteca.
Απαγορεύεται να έρθεις ξανά σε αυτήν τη βιβλιοθήκη.

απαγορευμένος

(área, espacio)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Esta es un área restringida, solo el personal autorizado puede pasar.
Αυτή είναι περιοχή περιορισμένης πρόσβασης. Μόνο το εξουσιοδοτημένο προσωπικό επιτρέπεται να προχωρήσει πέρα από αυτό το σημείο.

απαγορεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En 1920, los Estados Unidos aprobaron una ley que prohibía la producción y el consumo de alcohol.
Το 1920, οι ΗΠΑ πέρασαν έναν νόμο που απαγόρευε την παραγωγή και κατανάλωση αλκοόλ.

απαγορεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La nueva ley prohíbe fumar en restaurantes.
Ο νέος νόμος απαγορεύει το κάπνισμα στα εστιατόρια.

απαγορεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απαγορεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La policía me prohibió entrar al edificio.
Η αστυνομία μου απαγόρευσε να μπω στο κτίριο.

απαγορεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La ciudad prohibió la venta de alcohol por cincuenta años.
Ο δήμος απαγόρευε την πώληση αλκοόλ για πενήντα χρόνια.

αποκλείω την είσοδο, απαγορεύω την είσοδο

(σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En la discoteca prohibieron la entrada a Andy a causa de sus gamberradas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η λέσχη απέβαλε τον Αλέξη, εξαιτίας των ρατσιστικών του προσβολών.

δεν επιτρέπω

(σε κπ να κάνω κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los padres de la chica le prohibieron salir al pub.
Οι γονείς της έφηβης της απαγόρεψαν να βγαίνει στην παμπ.

απαγορεύω σε κπ να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El juez le prohibió a Lewis conducir durante un año.
Ο δικαστής απαγόρευσε στον Λούις να οδηγεί για έναν χρόνο.

απαγορεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aunque la ciudad permitía la portación de armas, algunas empresas la proscribían.

ασκώ βέτο, προβάλλω βέτο

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi madre vetó la idea de quedarnos una noche más.
Η μαμά πρόβαλε βέτο στην ιδέα να μείνουμε ένα ακόμη βράδυ.

καθιστώ κτ απαγορευτικό

(επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Las temperaturas del Ártico impiden que se planten cultivos.

απαγορεύεται το αλκοόλ

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Algunos condados en Luisiana son secos.
Σε ορισμένες κομητείες της Λουιζιάνα απαγορεύεται το αλκοόλ.

κατάλληλος για ηλικίες άνω των 13

(clasificación de filmes) (ταινία)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

Ευχαριστούμε που δεν καπνίζετε.

(anuncio)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ΜΗΝ ΠΕΤΑΤΕ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ

expresión (aviso)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τμήμα δρόμου όπου απαγορεύεται η στάση και η στάθμευση

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

απαγορευμένος καρπός

locución nominal masculina (figurado)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Para alguien haciendo dieta, la torta de chocolate es un fruto prohibido.

απαγορευμένος έρωτας, παράνομος έρωτας

locución nominal masculina (sexual)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

απαγορεύεται/δεν υπάρχει η είσοδος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Una señal de prohibido el paso indica que no se puede entrar con el coche.

απαγορεύεται η στάθμευση

Μην περνάτε, Μην διασχίζετε

expresión (επιγραφή στην αστυνομική κορδέλα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No hizo caso del cartel de "prohibido pasar" y entró de todas formas.

δεν πατάω, δεν περπατώ σε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No pise el césped.
Παρακαλώ μην περπατάτε στο γρασίδι.

απαγορευμένος καρπός

locución nominal masculina (bíblico)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Adán comió el fruto prohibido y fue expulsado del paraíso.

απαγορευμένος έρωτας, παράνομος έρωτας

locución nominal masculina (romántico)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ζώνη παράνομης στάθμευσης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του prohibido στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.