Τι σημαίνει το professional στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης professional στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του professional στο Αγγλικά.

Η λέξη professional στο Αγγλικά σημαίνει επαγγελματίας, επαγγελματίας, ειδικός, επαγγελματικός, επαγγελματικός, επαγγελματίας, μανιώδης, επαγγελματικός, επαγγελματίας, πιστοποιημένος επαγγελματίας γραμματέας, επαγγελματίας υγείας, επαγγελματίας, επαγγελματίας στον χώρο της υγείας, επαγγελματίας του τομέα υγείας, μη επαγγελματικός, επαγγελματίας αθλητής, επαγγελματίας αθλήτρια, επαγγελματικό ενδιαφέρον, αμοιβή επαγγελματία, ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης, ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης, επαγγελματική ενασχόληση, δείγμα δουλειάς, επαγγελματικό ιστορικό, επαγγελματική σχέση, επαγγελματικό κύρος, έμπειρος επαγγελματίας, ημιεπαγγελματικός, εξειδικευμένος βοηθός, εξειδικευμένος, επαγγελματικά ανεπαρκής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης professional

επαγγελματίας

noun ([sb] in a profession)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Stop trying to treat yourself, and see a professional!
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Καλύτερα να μην προσπαθήσεις να φτιάξεις μόνος σου τη βρύση, αλλά να απευθυνθείς σε έναν επαγγελματία.

επαγγελματίας

noun ([sb] honourable) (έντιμος)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
He is a real professional and would never cheat a customer.
Είναι επαγγελματίας και ποτέ δε θα εξαπατούσε πελάτη.

ειδικός

noun (expert)

You could tell that he is a professional by the way he works.
Μπορείς να καταλάβεις πως είναι ειδικός από τον τρόπο που δουλεύει.

επαγγελματικός

adjective (of a profession)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The Medical Council is the professional body for doctors.
Ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος είναι το επαγγελματικό σωματείο των γιατρών.

επαγγελματικός

adjective (expert) (σχετικός με ειδήμονα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It was the doctor's professional opinion that the victim had been strangled.
Η επαγγελματική γνώμη του γιατρού ήταν ότι το θύμα στραγγαλίστηκε.

επαγγελματίας

adjective (paid, not amateur) (για αρσενικό και θηλυκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He made his living as a professional golfer.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο μπαμπάς μου είναι επαγγελματίας παίκτης του μπάσκετ.

μανιώδης

adjective (slang (avid, constant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She's a professional gossip.
Είναι μανιώδης κουτσομπόλα.

επαγγελματικός

adjective (of a learned profession)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
After years of study, she gained her professional qualifications.

επαγγελματίας

noun (paid athlete)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
In most sports an amateur has little chance against a professional.

πιστοποιημένος επαγγελματίας γραμματέας

noun (US, initialism (certified professional secretary)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επαγγελματίας υγείας

noun (trained medical worker)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
I can't help you- you should see a health professional.

επαγγελματίας

noun (officially qualified)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

επαγγελματίας στον χώρο της υγείας, επαγγελματίας του τομέα υγείας

noun (healthcare worker: doctor, nurse, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sometimes you have to see a medical professional instead of trying to treat yourself.

μη επαγγελματικός

adjective (having amateur status)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επαγγελματίας αθλητής, επαγγελματίας αθλήτρια

noun ([sb] who earns living from sport)

Professional athletes have to do a lot of training.

επαγγελματικό ενδιαφέρον

noun (matter of interest to [sb] in a specific job)

αμοιβή επαγγελματία

noun (usually plural (fee for services)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης

noun (insurance cover for trades and occupations)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης

noun (insurance cover for trades and occupations)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επαγγελματική ενασχόληση

noun (highly-skilled employment)

δείγμα δουλειάς

noun (collected examples of one's work)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επαγγελματικό ιστορικό

noun (history of performance in a career)

επαγγελματική σχέση

noun (interaction with colleague or work partner)

επαγγελματικό κύρος

noun (qualifications and reputation)

έμπειρος επαγγελματίας

noun (experienced person)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ημιεπαγγελματικός

adjective (partly professional)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εξειδικευμένος βοηθός

noun (highly-trained assistant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξειδικευμένος

adjective (assistant: highly trained)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

επαγγελματικά ανεπαρκής

adjective (not to professional standards)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του professional στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του professional

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.