Τι σημαίνει το pressing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pressing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pressing στο Αγγλικά.

Η λέξη pressing στο Αγγλικά σημαίνει επείγων, πάτημα, αντίτυπο, επίμονος, πιεστικός, σπρώχνω, πιέζω, πιέζω, πιέζω, στύβω, πιέζω, ο τύπος, ο τύπος, πιεστήριο, πρέσα, πρέσσα, σίδερο, πρέσα, πρέσσα, σχόλια, θήκη ρακέτας, -, τσάκιση, πίεση, πιέζω, πιέζω, πιέζω, σιδερώνω, σφίγγω, πιέζω, πιέζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pressing

επείγων

adjective (figurative (urgent)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
This problem is pressing, so please could you deal with it as soon as possible.

πάτημα

noun (act of pressing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They say that the olive oil from the first pressing is best.

αντίτυπο

noun (CD, record: edition)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Record collectors usually prefer first editions to later pressings.

επίμονος, πιεστικός

adjective (persistent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sophie really didn't want to go out for dinner with Mark and ignored his pressing invitations.

σπρώχνω

intransitive verb (push)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He pressed against the table to get it to move.
Έσπρωξε το τραπέζι για να το κάνει να κινηθεί.

πιέζω

transitive verb (key: push down)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He pressed the delete key.
Πίεσε το πλήκτρο του υπολογιστή.

πιέζω

transitive verb (button: depress)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He pressed the button to ring the doorbell.
Πίεσε το κουμπί για να χτυπήσει το κουδούνι.

πιέζω

transitive verb (compress)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The more you press a wet sponge, the more water you will get out of it.
Όσο περισσότερο στύβεις ένα βρεγμένο σφουγγάρι, τόσο περισσότερο νερό θα βγάλει.

στύβω

transitive verb (squeeze) (χυμός από φρούτο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Press the oranges onto the juicer to make a healthy drink.
Στύψε τα πορτοκάλια στον αποχυμωτή για να φτιάξεις ένα υγιεινό ρόφημα.

πιέζω

transitive verb (push heavily on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Would you press on my suitcase so I can close it?
Μπορείς να πιέσεις τη βαλίτσα μου για να μπορέσω να την κλείσω;

ο τύπος

noun (news media)

The prime minister's memo was leaked to the press.
Το σημείωμα του πρωθυπουργού διέρρευσε στον τύπο.

ο τύπος

plural noun (journalists)

The President spent an hour briefing the press on his latest policy.
Ο Πρόεδρος πέρασε μια ώρα ενημερώνοντας τον τύπο για τις νέες πολιτικές του.

πιεστήριο

noun (printing machine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Newspapers are produced on a printing press.
Οι εφημερίδες τυπώνονται σε πιεστήριο.

πρέσα, πρέσσα

noun (device: flattens clothes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a trouser press and an iron in the hotel room.

σίδερο

noun (device: irons clothes) (μικρό, χειροκίνητο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A steam press takes the effort out of ironing clothes.

πρέσα, πρέσσα

noun (manufacturing device)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many metal components are stamped out of sheet metal on a giant press.

σχόλια

noun (informal (publicity, coverage)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He got good press for the act of charity.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το πολιτικό σκάνδαλο έτυχε ευρείας κάλυψης από τον τύπο.

θήκη ρακέτας

noun (racquet protector)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
A tennis racquet should be stored in a press.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μου έκανε δώρο μία θήκη ράκετας για τέννις.

-

noun (crowding together) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
There was a great press of people in the small lift compartment.
Υπήρχε μεγάλος συνωστισμός στη μικρή καμπίνα του ανελκυστήρα.

τσάκιση

noun (crease, pleat) (παντελόνι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The sharp press in his trousers showed his concern for appearances.

πίεση

noun (urgency)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The press of executing transactions made the trader's job stressful.

πιέζω

verbal expression (hurry) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gabrielle pressed her assistant to finish addressing the envelopes.

πιέζω

verbal expression (harass) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bill collector presses debtors to pay, calling at all hours of the day.
Ο εισπράκτορας πιέζει του οφειλέτες να πληρώσουν τηλεφωνώντας οποιαδήποτε ώρα της ημέρας.

πιέζω

(figurative (insist)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When the witness evaded the question, the prosecutor pressed for an answer.
Όταν απέφυγε να απαντήσει ο μάρτυρας, ο ανακριτής επέμεινε να πάρει απάντηση.

σιδερώνω

transitive verb (iron)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I need to press these trousers. They're all rumpled.

σφίγγω

transitive verb (hold close)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He pressed his lover to his chest.

πιέζω

(beg, entreat) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He pressed the court for a decision.

πιέζω

(hurry)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Time is running out, I'll have to press you for an answer.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pressing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του pressing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.