Τι σημαίνει το poussée στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης poussée στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του poussée στο Γαλλικά.

Η λέξη poussée στο Γαλλικά σημαίνει σπρώχνω, πιέζω, ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ, ευδοκιμώ, ευημερώ, σπρώξιμο, γίνομαι πιο, σπρώχνω, φυτρώνω, εξωθώ, σπρώχνω, ωθώ, παρακινώ, σπρώχνω, ενθαρρύνω, σπρώχνω κτ για να ανοίξει, σπρώχνω, παίρνω μπόι, ρίχνω μπόι, μακραίνω, παίρνω μπόι, φυτρώνω, σπρώχνω, πιέζω, εκβλαστάνω, εκβλασταίνω, συστάδα, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, ωριμάζω, βγάζω, κλείνω, υποχρεώνω κπ να κάνει κτ παράνομο, σπρώχνω, σπρώξιμο, παρακινώ, σπρώχνω, προκαλώ, σέρνω, σύρω, βρίσκω, πείθω, σπρώχνω, μετακινώ βιαστικά, σηκώνω, ανεβάζω, αναδίδω, αποπνέω, σπρώχνω, παραφυάδα, βλαστάρι, βέργα, μίσχος, βλαστάρι, μετακίνηση, ώση, στροφή, κρίση, φούντωμα, σπρώξιμο, ραγδαίος, ξαφνικός, απότομος, αύξηση, αφήνω, φυτρώνω σε κτ, πιέζω, επευφημώ, αναστενάζω, στριγκλίζω, τσιρίζω, γιουχάρω, γιουχαΐζω, μιλάω ασταμάτητα, τσιρίζω, μετακινώ κτ προς τα εμπρός, αποκλείω, εξαιρώ, δεν επιτρέπω την συμμετοχή, ουρλιάζω, ξεφυσάω, ξεφυσώ, καλλιεργώ, παγιδεύω, υστερικά, παγίδευση, εκτοπισμός, τραγουδώ πιο δυνατά, περνάω σπρώχνοντας, ξεγελώ, παρασύρω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης poussée

σπρώχνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si vous voulez sortir, il faut pousser la porte plutôt que de la tirer. L'homme impoli poussa les gens hors de sa route.
Αν θες να βγεις, πρέπει να σπρώξεις την πόρτα αντί να την τραβήξεις.

πιέζω

(une porte, une voiture,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a fallu pousser la voiture jusqu'au garage le plus proche alors qu'il pleuvait.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πατήστε το κουμπί για να ξεκινήσει το μπλέντερ.

ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ευδοκιμώ, ευημερώ

(végétaux)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rares sont les arbres qui poussent dans le désert.
Δεν ευδοκιμούν πολλά δέντρα στην έρημο.

σπρώξιμο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Pousser la voiture l'a finalement aidée à démarrer.

γίνομαι πιο

(personne)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quand elle aura atteint l'âge de la puberté, elle grandira.
Στην εφηβεία θα γίνει πιο ψηλή.

σπρώχνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a poussé la table pour la changer de place.
Έσπρωξε το τραπέζι για να το κάνει να κινηθεί.

φυτρώνω

verbe intransitif (για φυτά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les semis poussent au début de la saison de croissance. Papy dit toujours qu'on a poussé depuis la dernière fois qu'il nous a vus.
Τα φυντάνια φυτρώνουν στην αρχή της εποχής της ανάπτυξης.

εξωθώ

verbe intransitif (Accouchement) (το έμβρυο στο τελικό στάδιο τοκετού)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπρώχνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Robert a poussé la porte avec son épaule et a finalement réussi à l'ouvrir.
Ο Ρόμπερτ έσπρωξε την πόρτα με τον ώμο του και επιτέλους κατάφερε να την ανοίξει.

ωθώ, παρακινώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Maria a parlé avec son cœur, ne sachant pas ce qui la poussait, mais incapable de s'en empêcher.

σπρώχνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trevor est entré dans le supermarché en poussant le Caddie®.

ενθαρρύνω

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La perspective d'un bon repas à son arrivée l'a poussé à avancer.

σπρώχνω κτ για να ανοίξει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σπρώχνω

(1 personne)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Linda poussa et poussa jusqu'à ce qu'elle parvînt au devant de la foule.

παίρνω μπόι, ρίχνω μπόι

verbe intransitif (figuré, familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il est resté petit jusqu'à l'adolescence, puis il a poussé d'un coup.
Ήταν μικροκαμωμένος μέχρι την εφηβεία του όταν ξαφνικά πήρε μπόι.

μακραίνω

(cheveux)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίρνω μπόι

verbe intransitif (figuré : personne)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mon fils a vraiment poussé depuis qu'il est ado.

φυτρώνω

verbe intransitif (cheveux, poils,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'essaie d'épiler mes sourcils dès qu'ils poussent.
Προσπαθώ να βγάζω τις ατίθασες τρίχες των φρυδιών μου, αμέσως μόλις αυτές φυτρώνουν.

σπρώχνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tina a poussé Bernard hors de son chemin. // Le rugbyman a poussé son adversaire.
Η Τίνα έσπρωξε τον Μπέρναρντ από τον δρόμο της.

πιέζω

verbe transitif (κπ, κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'homme étrange au coin de la rue essayait de pousser les passants à acheter de la cocaïne.
Ο περίεργος άνδρας στη γωνία προσπαθούσε να πείσει τους περαστικούς να αγοράσουν κοκαΐνη.

εκβλαστάνω, εκβλασταίνω

verbe intransitif (λόγιο: φυτά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un nouveau bourgeon pousse sur la tige principale de la plante. Un poil poussait sur le nez de la sorcière.
Μια τρίχα φύτρωσε στη μύτη της μάγισσας.

συστάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Des buissons ont poussé près de la rivière.

ανεβαίνω, σκαρφαλώνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
On essaie de faire pousser les roses le long du treillage.

ωριμάζω

verbe intransitif (fruit)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'avais beaucoup de fleurs sur mes piments cette année mais les fruits n'ont pas poussé.

βγάζω

(un cri, un soupir) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a poussé un cri et s'est mis à courir vers elle.

κλείνω

verbe transitif (ouvrir ou fermer) (κλείσιμο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle poussa doucement la porte pour la fermer.

υποχρεώνω κπ να κάνει κτ παράνομο

verbe transitif (νομική: ηθική αυτουργία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le duc avait poussé un de ses servants à commettre le vol.
Ο δούκας πλεύρισε έναν από τους υπηρέτες του, με σκοπό να τον πείσει να διαπράξει την κλοπή.

σπρώχνω

verbe transitif (κάτι με ρόδες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Steve poussait la poussette sur le trottoir.

σπρώξιμο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Edward, en poussant (or: bousculant) Larry, lui a fait perdre l'équilibre.
Η σπρωξιά του Έντουαρντ έκανε τον Λάρρυ να χάσει την ισορροπία του.

παρακινώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπρώχνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helen a poussé la chaise hors de son chemin.
Η Έλεν έσπρωξε την καρέκλα από μπροστά της.

προκαλώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le juge donna aux émeutiers des peines plus légères qu'aux meneurs qui les y avaient poussés.

σέρνω, σύρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
On va pousser (or: traîner) cette lourde étagère au lieu de la porter.

βρίσκω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Poussons (or: Développons) cette idée jusqu'à sa conclusion logique.
Ας φτάσουμε στα λογικά συμπεράσματα από αυτή την ιδέα.

πείθω

verbe transitif (influencer) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Une lettre de sa mère le poussa à rentrer chez lui après des années passées à l'étranger.
Ένα γράμμα από τη μητέρα του τον έπεισε να γυρίσει πίσω στην πατρίδα ύστερα από χρόνια στο εξωτερικό.

σπρώχνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μετακινώ βιαστικά

verbe transitif (κατά λέξη)

La sécurité a poussé le politicien hors de la pièce après la tentative d'assassinat.
Η φρουρά του φυγάδευσε γρήγορα τον πολιτικό έξω από το δωμάτιο μετά την απόπειρα δολοφονίας.

σηκώνω, ανεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rick a soulevé Amy hors de l'eau.
Ο Ρικ έσπρωξε την Έιμι έξω από το νερό.

αναδίδω, αποπνέω

(un son) (βγάζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπρώχνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Όλοι έσπρωχναν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα· το πεσμένο δέντρο δεν κουνιόταν.

παραφυάδα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le botaniste a étudié l'effet du produit chimique sur le développement des pousses.

βλαστάρι

nom féminin (Botanique)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
À partir des huit graines, nous avons obtenu cinq pousses.

βέργα

(Botanique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nous avons pris une pousse de la plante pour faire une bouture.

μίσχος

(Botanique)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βλαστάρι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le jardinier était heureux de voir les nouveaux germes (or: nouvelles pousses) apparaître au printemps.
Ο κηπουρός χάρηκε που είδε νέα βλαστάρια να βγαίνουν την άνοιξη.

μετακίνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ώση

nom féminin (force)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les ingénieurs travaillaient sur la poussée de la fusée.

στροφή

(figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ces dernières années, nous avons assisté à une poussée à droite.

κρίση

(de fièvre,...)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se remettre d'un accès de fièvre peut prendre du temps chez les personnes âgées.
-

φούντωμα

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σπρώξιμο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le coup de Larry a fait tomber Gerry.
Η σπρωξιά του Λάρι έριξε τον Τζέρι κάτω.

ραγδαίος, ξαφνικός, απότομος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le sursaut final de l'athlète lui a permis de prendre les devants tout juste avant de franchir la ligne d'arrivée.

αύξηση

nom féminin (figuré : croissance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce quartier a connu une explosion démographique il y a environ vingt ans, mais petit à petit, les gens sont partis vivre ailleurs.

αφήνω

verbe pronominal (la barbe, la moustache, le bouc) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il se laisse pousser la barbe.
Αφήνει μούσι.

φυτρώνω σε κτ

(plante,...)

Selon le folklore, la mousse pousse sur le côté nord des arbres.
Σύμφωνα με την παράδοση, τα βρύα φυτρώνουν στη βόρεια πλευρά των δέντρων.

πιέζω

verbe transitif (κπ για κτ, κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il l'a poussée à venir au magasin avec lui.

επευφημώ

(κραυγάζω ενθαρρυντικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les supporters applaudissaient.
Οι οπαδοί επευφημούσαν με ενθουσιασμό.

αναστενάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'enseignante a soupiré en entendant la toute dernière excuse de Mike pour ses devoirs non faits.
Ο δάσκαλος αναστέναξε, όταν ο Μάικ είπε την τελευταία του δικαιολογία για το ότι δεν έκανε τις εργασίες του.

στριγκλίζω, τσιρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La petite fille a crié lorsqu'elle a vu les jolis agneaux.
Το κοριτσάκι τσίριξε όταν είδε τα γλυκά αρνάκια.

γιουχάρω, γιουχαΐζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La foule hua l'éclat de colère du lanceur.

μιλάω ασταμάτητα

On voit bien qu'Imogen a passé une mauvaise journée : ça fait maintenant une heure et demie qu'elle râle sans arrêt.

τσιρίζω

(personne)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le garçon cria de joie quand il vit son père arriver dans l'allée de la maison.

μετακινώ κτ προς τα εμπρός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pou faire une rotation du stock, avancez les produits moins frais sur l'étagère et rangez les plus récents à l'arrière.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα μπορούσες να μετακινήσεις τις κονσέρβες που κοντεύουν να λήξουν προς τα εμπρός;

αποκλείω, εξαιρώ, δεν επιτρέπω την συμμετοχή

(familier)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sa clique l'a virée quand elle a fait un gros faux pas en société.
Η κλίκα της την απέκλεισε όταν έκανε μια σημαντική, κοινωνική, άστοχη ενέργεια.

ουρλιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le prisonnier hurlait de douleur pendant qu'on le torturait.
Ο κρατούμενος ούρλιαζε απεγνωσμένα ενώ τον βασάνιζαν.

ξεφυσάω, ξεφυσώ

(personne)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lorsque Hannah a demandé une augmentation salariale, son patron a simplement grogné.
Όταν η Χάνα ζήτησε αύξηση, το αφεντικό της απλά ξεφύσησε.

καλλιεργώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vous pouvez cultiver des racines comestibles et de la laitue.

παγιδεύω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pippa essaie de piéger Ben pour qu'il aille à la fête.

υστερικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

παγίδευση

(νομικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκτοπισμός

locution verbale

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τραγουδώ πιο δυνατά

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les chanteurs ont poussé leur voix dans le dernier couplet.

περνάω σπρώχνοντας

ξεγελώ, παρασύρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dans la mythologie grecque, les dieux amenèrent Héraclès à tuer sa propre famille.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του poussée στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του poussée

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.