Τι σημαίνει το pounding στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pounding στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pounding στο Αγγλικά.

Η λέξη pounding στο Αγγλικά σημαίνει χτύπημα, κοπάνημα, χτύπημα, χτυπάω, χτυπώ, δέρνω, συντριβή, που σφυροκοπά, μπιτάτος, λίβρα, λίρα Αγγλίας, λίρα, ο μπόγιας, μάντρα, χτυπάω δυνατά, βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ, βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, σφύζων πονοκέφαλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pounding

χτύπημα, κοπάνημα

noun (act of hitting [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Give the wall a good pounding with your sledgehammer.
Πρέπει να χτυπήσεις δυνατά τον τοίχο με τη βαριοπούλα.

χτύπημα

noun (hammering sound) (ήχος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Can you hear that pounding coming from the attic?
Ακούς αυτά τα χτυπήματα στη σοφίτα;

χτυπάω, χτυπώ, δέρνω

noun (figurative (act of beating [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He received a pounding from gang members.
Έφαγε ξύλο από μέλη μιας συμμορίας.

συντριβή

noun (figurative (heavy defeat) (βαριά ήττα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The home team took a pounding and lost by 40 points.
Η γηπεδούχος ομάδα υπέστη συντριβή κι έχασε με 40 πόντους διαφορά.

που σφυροκοπά

adjective (hammering) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She stood in a doorway, taking shelter from the pounding rain.

μπιτάτος

adjective (figurative (sound: hammering) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Inside, people were dancing to a pounding dance track.
Μέσα ο κόσμος χόρευε με το ντάπα ντούπα της μουσικής.

λίβρα

noun (unit of weight: 454 grams)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I need a pound of courgettes and half a pound of tomatoes for this recipe.
Χρειάζομαι μια λίβρα κολοκυθάκια και μισή λίβρα τομάτες για αυτή τη συνταγή.

λίρα Αγγλίας

noun (British currency: sterling)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The pound is strong against the euro at the moment.
Η λίρα Αγγλίας είναι πιο ισχυρή από το ευρώ αυτή τη στιγμή.

λίρα

noun (often plural (British money: one pound)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The entrance fee is ten pounds per person.
Η είσοδος κοστίζει δέκα λίρες το άτομο.

ο μπόγιας

noun (enclosure for stray dogs) (καθομιλουμένη)

The dog catcher takes stray dogs to the pound.

μάντρα

noun (enclosure for vehicles)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Neil was parked illegally, so his car was taken to the pound.

χτυπάω δυνατά

intransitive verb (heart: beat hard)

James had been running fast and his heart was pounding.
Ο Τζέιμς έτρεχε γρήγορα και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά.

βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ

transitive verb (beat, strike hard)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lydia pounded the door, demanding to be let in. The waves pounded the rocks.
Η Λυδία χτυπούσε την πόρτα, απαιτώντας να μπει μέσα.

βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ

(hit hard) (κάτι, σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Woken by his neighbour's loud music, Leon pounded on the wall in protest.

χτυπάω, χτυπώ

transitive verb (figurative (type: on keyboard)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The secretary was pounding the keys, trying to get the report finished in time to go in the post.

χτυπάω, χτυπώ

transitive verb (grind to powder)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pound the spices in a mortar, until you have a fine powder.

σφύζων πονοκέφαλος

noun (informal (head pain)

I've been off work today with a pounding headache.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pounding στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του pounding

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.