Τι σημαίνει το ponto στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ponto στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ponto στο πορτογαλικά.

Η λέξη ponto στο πορτογαλικά σημαίνει πιάτσα, τελεία, βελονιά, ράμματα, υποβολέας, τελεία, βελονιά, κουκκίδα, σημείο, τελεία, κουκκίδα, βούλα, ράμμα, τελεία, θέμα, σημείο, χαρακτηριστικό, σημάδι, σημαδάκι, σημείο, μέρος, σημείο, σημείο, πόντος, εκατοστιαία μονάδα, μονάδα, run, σημείο, κρίσιμο σημείο, σκοράρισμα, κουκκίδα, πόντος, τελεία, υποβοήθηση, σκοπός, στόχος, νόημα, έκταση, στάση, διάτρητη καρτέλα, βάση, τερματικός σταθμός, σημείο όπου μπορεί να στηριχθεί το πόδι, αφετηρία, σημείο εκκίνησης, παλμός, σφυγμός, βασικό χαρακτηριστικό, κύριο χαρακτηριστικό, κύριο έκθεμα, διασταύρωση, πάτημα, ξεκίνημα, κυλάω, τσουλάω, σπαταλάω, σπαταλώ, ράβω, προσόν, έξυπνος, κορυφαίος, ανώτατος, ακριβώς, σημείο, παραψημένος, απρόσεκτος, αμελής, έτοιμος να βάλει τα κλάμματα, παραμαγειρεμένος, η ώρα, ακριβώς, ως ένα σημείο, αναπτυξιακά, στο όριο, αυτή την περίοδο, αυτή τη στιγμή, τώρα, στα πρόθυρα, πάει και τελείωσε, αξιοθέατο, θέση, άποψη, καίριο θέμα, κύριο σημείο, πάτημα, άνω τελεία, σημείο με θέα ή καλή ορατότητα, ελάττωμα, σημείο ανάφλεξης, ηλεκτρονική επιχείρηση, διαδικτυακή επιχείρηση, μέσο, βελονάκι, πιάτσα, αζούρ, σημείο βρασμού, στάση λεωοφορείου, τόπος συγκέντρωσης, τελευταία στάση, αφετηρία, άποψη, γνώμη, δύσκολη φάση, δύσκολο κομμάτι, σημείο καμπής, τυφλό σημείο, ρεζουμέ, ευχάριστη νότα, σημείο υγροποίησης/δρόσου, σημείο πήξης, τελεία, αποκορύφωμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ponto

πιάτσα

substantivo masculino (BRA)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τελεία

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ben colocou uma linha de ponto na fronteira no mapa.
Βάλε μια σειρά από τελείες στο άκρο του χάρτη.

βελονιά

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Marilyn costurou o rasgo em sua saia com pontos precisos.
Η Μέρλιν έραψε το σκίσιμο στη φούστα της με ωραίες βελονιές.

ράμματα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

υποβολέας

substantivo masculino (pessoa que sopra aos atores suas falas)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τελεία

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O endereço de e-mail de Mary é mary ponto smith @ email ponto com
Η ηλεκτρονική διεύθυνση της Μαίρης είναι mary τελεία smith παπάκι email τελεία com.

βελονιά

substantivo masculino (ράψιμο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esse é um ponto difícil de fazer, mas fica bom depois que você pega o jeito.
Αυτή είναι μια αρκετά δύσκολη βελονιά, αλλά δείχνει όμορφη μόλις πάρεις το κολάι.

κουκκίδα

substantivo masculino (marcador em lista)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os pontos ficam melhores em uma lista do que números na maioria dos casos.
Οι κουκκίδες φαίνονται καλύτερα από τους αριθμούς σε μια λίστα στις περισσότερες περιπτώσεις.

σημείο

substantivo masculino (sinal de pontuação)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Você precisa pôr um ponto no fim de cada frase.
Πρέπει να χρησιμοποιείς σημεία στίξης στο τέλος κάθε πρότασης.

τελεία, κουκκίδα, βούλα

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Havia um único ponto no meio da página.
Υπήρχε μια μεμονωμένη κουκκίδα στη μέση της σελίδας.

ράμμα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O corte na cabeça de Gareth precisou de pontos.
Το κόψιμο στο κεφάλι του Γκάρεθ χρειάζεται ένα ράμμα.

τελεία

substantivo masculino (pontuação)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Essa frase termina com um ponto.
Αυτή η πρόταση λήγει σε τελεία.

θέμα

substantivo masculino (detalhe)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Meu discurso é dividido em três pontos.
Ο λόγος μου χωρίζεται σε τρία θέματα.

σημείο, χαρακτηριστικό

substantivo masculino (característica)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O enredo não é o ponto forte do filme.
Η πλοκή δεν είναι το δυνατό σημείο (or: χαρακτηριστικό) αυτού του έργου.

σημάδι, σημαδάκι

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Finalmente, os viajantes viram um ponto de luz ao longe.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το μολύβι έπεσε και άφησε ένα σημαδάκι στο πάτωμα.

σημείο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A água atingiu o ponto de ebulição.

μέρος

substantivo masculino (local)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Esse trem atende Birmingham e todos os pontos no sul.

σημείο

substantivo masculino (interseção)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A linha cruza o círculo em dois pontos separados.
Η γραμμή τέμνει τον κύκλο σε δύο διαφορετικά σημεία.

σημείο

substantivo masculino (tempo: momento)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Naquele momento, percebi o perigo da situação.
Σε εκείνη την φάση κατάλαβα την σοβαρότητα της κατάστασης.

πόντος

substantivo masculino (contagem)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O rei vale quatro pontos, o valete três e a rainha dois.

εκατοστιαία μονάδα

substantivo masculino (finanças)

O dólar caiu oito pontos em relação ao iene.

μονάδα

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O Dow Jones perdeu trinta e dois pontos hoje.

run

substantivo masculino (críquete)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Eles fizeram doze pontos na primeira rodada.

σημείο

substantivo masculino (pontos chaves)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κρίσιμο σημείο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
O que nos trouxe a tal ponto do nosso relacionamento?

σκοράρισμα

substantivo masculino (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O ponto de Bennett pôs o time vermelho à frente.

κουκκίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πόντος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
As agulhas estalavam a medida em que Alice dava os pontos.

τελεία

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υποβοήθηση

(teatro)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκοπός, στόχος

substantivo masculino (objetivo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Nós não podemos esquecer o propósito deste exercício.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε τον σκοπό αυτής της άσκησης.

νόημα

substantivo masculino (motivo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eu não entendi o ponto do que ele estava falando.
Δεν έπιασα το νόημα των όσων έλεγε.

έκταση

(βαθμός, εύρος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Qual é a extensão do dano? Até que ponto a greve afetou a produção não está claro.
Ποια είναι η έκταση της ζημιάς;

στάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O trem chegou à sua última parada.
Το τρένο έφτασε στην τελευταία στάση του. Ο επιβάτης του λεωφορείου πάτησε το κουμπί για την επόμενη στάση.

διάτρητη καρτέλα

βάση

(lugar seguro para pés)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τερματικός σταθμός

(estação final)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σημείο όπου μπορεί να στηριχθεί το πόδι

(alpinismo) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αφετηρία

(μονοπατιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σημείο εκκίνησης

(figurado) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παλμός, σφυγμός

(anatomia: pulso)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βασικό χαρακτηριστικό, κύριο χαρακτηριστικό

substantivo masculino

κύριο έκθεμα

(σε μουσείο)

διασταύρωση

(figurativo) (σημείο συνάντησης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πάτημα, ξεκίνημα

(figurativo) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κυλάω, τσουλάω

(κινούμαι χωρίς δύναμη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela deslizou ladeira abaixo na sua bicicleta.

σπαταλάω, σπαταλώ

(oportunidade)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele desperdiçou suas chances na faculdade por não estudar o suficiente.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μην ξοδεύεις αλόγιστα τα λεφτά σου.

ράβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσόν

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
É sempre uma vantagem ter uma abordagem flexível.
Είναι πάντοτε προσόν να είναι κανείς εύελικτος.

έξυπνος

(inteligente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eles decidiram contratar o candidato mais esperto.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο γιος του είναι πολύ έξυπνος, σπίρτο!!

κορυφαίος, ανώτατος

(figurativo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ακριβώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Esteja lá ao meio-dia, pontualmente.
Να είσαι εκεί στις δώδεκα το μεσημέρι ακριβώς.

σημείο

(tipografia, 1/72 de polegada) (μέγεθος γραμματοσειράς)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O texto deve ter doze didots; os título deve ter dezesseis didots.

παραψημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

απρόσεκτος, αμελής

expressão (informal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έτοιμος να βάλει τα κλάμματα

(perto de chorar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο Τζον ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάμματα αφότου η Λίντα τον αποκάλεσε άσχημο.

παραμαγειρεμένος

(comida) (μαγειρική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ξέχασα να κλείσω το μάτι της κουζίνας και το μπρόκολο παράβρασε.

η ώρα

locução adverbial (hora)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Έλα εδώ στις έξι η ώρα ακριβώς.

ακριβώς

locução adverbial (horário, preciso)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ως ένα σημείο

expressão

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αναπτυξιακά

locução adjetiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στο όριο

locução prepositiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αυτή την περίοδο, αυτή τη στιγμή, τώρα

locução adverbial (neste momento)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Neste ponto, você não tem escolha além de achar um emprego.
Αυτήν τη στιγμή δεν έχεις άλλη επιλογή, παρά να βρεις δουλειά.

στα πρόθυρα

locução prepositiva

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

πάει και τελείωσε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αξιοθέατο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A Estátua da Liberdade é um importante ponto de referência americano.
Το Άγαλμα της Ελευθερίας είναι ένα σημαντικό αμερικάνικο αξιοθέατο.

θέση, άποψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Daphne não concordava totalmente com o ponto de vista de Evelyn sobre o assunto.
Η Δάφνη καθόλου δε συμφωνούσε με την θέση της Έβελυν για το θέμα.

καίριο θέμα, κύριο σημείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πάτημα

(para subida segura) (αναρρίχηση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

άνω τελεία

substantivo masculino (σημείο στίξης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σημείο με θέα ή καλή ορατότητα

(ponto de observação)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ελάττωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σημείο ανάφλεξης

(κυριολεκτικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ηλεκτρονική επιχείρηση, διαδικτυακή επιχείρηση

(negócio virtual)

μέσο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βελονάκι

(tipo de bordado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πιάτσα

(ταξί)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αζούρ

(κοφτό κέντημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σημείο βρασμού

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στάση λεωοφορείου

(BRA)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Três passageiros estavam esperando no ponto de ônibus.
Στη στάση λεωφορείου περίμεναν τρεις επιβάτες.

τόπος συγκέντρωσης

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
A praça do mercado era o ponto de encontro do povo todo sábado.

τελευταία στάση

αφετηρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άποψη, γνώμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esse é meu próprio ponto de vista; você pode muito bem discordar de mim!
Αυτή είναι η δική μου άποψη· μπορείς ελεύθερα να διαφωνήσεις μαζί μου!

δύσκολη φάση

substantivo masculino

δύσκολο κομμάτι

σημείο καμπής

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Ο νόμος του 1964 για τα πολιτικά δικαιώματα ήταν σημείο καμπής στη μάχη για ισότητα για όλους τους Αμερικάνους.

τυφλό σημείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ρεζουμέ

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
O ponto principal é que você não pode mais se atrasar para o trabalho.
Το ρεζουμέ είναι ότι δεν μπορείς πλέον να αργείς στη δουλειά.

ευχάριστη νότα

(algo positivo)

σημείο υγροποίησης/δρόσου

(χημεία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σημείο πήξης

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τελεία

(sinal de pontuação)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Você sempre deve usar letra maiúscula após um ponto final.
Πρέπει πάντα να χρησιμοποιείς κεφαλαίο γράμμα μετά από τελεία.

αποκορύφωμα

(apogeu, clímax)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ponto στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.