Τι σημαίνει το picked στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης picked στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του picked στο Αγγλικά.

Η λέξη picked στο Αγγλικά σημαίνει επιλεγείς, επιλεχθείς, που τον έχω μαζέψει, διαλέγω, διαλέγω, μαζεύω, κόβω, βγάζω, ξεκινάω, προκαλώ, επιλογή, επιλογή, αξίνα, πένα, γλυφίδα, σκριν, τσιμπολογάω, τσιμπολογώ, παίζω, σπάω, σπάζω, παραβιάζω, μαζεμένος με το χέρι, εκλεκτός, επίλεκτος, που τον πειράζουν. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης picked

επιλεγείς, επιλεχθείς

adjective (chosen) (επίσημο, λόγιος)

(μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.)
The carefully picked candidates will be subject to rigorous testing.
Οι προσεκτικά επιλεχθέντες υποψήφιοι θα υποβληθούν σε αυστηρή εξέταση.

που τον έχω μαζέψει

adjective (harvested)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Put the picked beans by the sink and I'll wash them later.
Βάλε τα φασόλια που μάζεψες στον νεροχύτη και θα τα πλύνω αργότερα.

διαλέγω

intransitive verb (choose)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I have so many favourites, it's hard to pick.
Έχω τόσα πολλά αγαπημένα που μου είναι δύσκολο να διαλέξω.

διαλέγω

transitive verb (choose)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brenda has to pick her favourite flavour of ice cream.
Η Μπρέντα πρέπει να διαλέξει την αγαπημένη της γεύση παγωτού.

μαζεύω, κόβω

transitive verb (flowers, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Charlie likes to pick flowers for his girlfriend.
Στον Τσάρλι αρέσει να μαζεύει λουλούδια για το κορίτσι του.

βγάζω

transitive verb (remove matter from, clean)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Doug had to pick thorns out of his trousers.
Ο Νταγκ έπρεπε να βγάλει αγκάθια από το παντελόνι του.

ξεκινάω, προκαλώ

transitive verb (a fight, a quarrel: provoke) (καβγάδες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
David always picks fights at school.

επιλογή

noun (turn to choose)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The home team has the first pick.
Οι γηπεδούχοι έχουν πρώτοι το δικαίωμα της επιλογής.

επιλογή

noun (selection made)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That wouldn't be everyone's pick, but I guess you know what you like.

αξίνα

noun (tool)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He used a pick to remove a chunk of rock from the cliff face.

πένα

noun (guitar plectrum)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alex strummed his guitar with a pick.

γλυφίδα

noun (toothpick)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dentist used a pick to clean the teeth.

σκριν

noun (US (basketball screen) (στο μπάσκετ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The guard used a pick to stop the forward.
Ο γκαρντ έκανε σκριν για να σταματήσει τον επιθετικό.

τσιμπολογάω, τσιμπολογώ

intransitive verb (eat slowly and half-heartedly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Are you going to eat, or just pick?

παίζω

transitive verb (pluck a musical instrument)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My uncle picks a banjo.

σπάω, σπάζω

transitive verb (break apart with a pick)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He picked the rock carefully in order to remove the fossil.

παραβιάζω

transitive verb (a lock: unlock)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cat burglar picked the lock.

μαζεμένος με το χέρι

adjective (fruit, etc.: plucked by hand) (για φρούτα, λαχανικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκλεκτός, επίλεκτος

adjective (figurative (person: chosen by [sb] with power)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που τον πειράζουν

adjective (informal (bullied, victimized)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του picked στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του picked

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.