Τι σημαίνει το perçant στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης perçant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του perçant στο Γαλλικά.
Η λέξη perçant στο Γαλλικά σημαίνει διαπερνώ, εμβαθύνω σε κτ, ανοίγω, κάνω, τρυπάω, τρυπώ, κάνω ένα σημαντικό βήμα, πιάνω την καλή, τρυπάω, τρυπώ, σημειώνω πρόοδο, φυτρώνω, βλασταίνω, σκουντώ, διαπερνώ, διατρυπώ, μου δίνεται μια ευκαιρία, ανοίγω, κατεδαφίζω, διαπερνώ, τρυπώ κτ για να αντλήσω τα υγρά του, τρυπώ κτ για να αντλήσω τον χυμό του, ανοίγω, τρυπάω, τρυπάω, τρυπώ, τρυπάω, τρυπώ, τρυπάω, τρυπώ, λύνω, επιλύω, ραγίζω, καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, ξεπροβάλλω, τρυπάω, τρυπώ, τρυπώ, ανοίγω, εξανθώ, ανοίγω σήραγγα, φτιάχνω σήραγγα, τρυπάω, τρυπώ, διαπερνώ, οξύς, διαπεραστικός, διαπεραστικός, χάντρινος, τραχύς, διαπεραστικός, που κόβει το μάτι του, διαπεραστικός, οξύς, διαπεραστικός, οξύς, τσιριχτός, αιχμηρός, διεισδυτικός, διαπεραστικός, διαπεραστικός, ανοίγω, κάνω, τρυπάω, τρυπώ, τρυπάω τα αυτιά, κάνω τρύπες στα αυτιά, ανοίγω σήραγγα, φτιάχνω σήραγγα, μπαίνω, κάνω τρύπες σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης perçant
διαπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La balle a percé le mur. |
εμβαθύνω σε κτverbe transitif (επίσημο) Les étudiants ont commencé à percer les mystères des théories d'Einstein. |
ανοίγω, κάνωverbe transitif (μια τρύπα με τρυπάνι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) James a percé un trou pour y mettre la vis. Ο Τζέιμς άνοιξε μια τρύπα για να μπει η βίδα. |
τρυπάω, τρυπώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Une femme se tenait près du mur et perçait. |
κάνω ένα σημαντικό βήμαverbe intransitif (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Après une étude de plusieurs années, ils ont enfin percé dans la recherche sur le cancer. |
πιάνω την καλήverbe transitif (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai déménagé à Hollywood pour essayer de percer. |
τρυπάω, τρυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σημειώνω πρόοδοverbe intransitif (figuré : gagner en popularité) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'entreprise a réussi à percer avec ces nouvelles idées. Η εταιρεία κατάφερε να σημειώσει πρόοδο με αυτές τις νέες ιδέες. |
φυτρώνω, βλασταίνωverbe intransitif (κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σκουντώ(ανάλογα με την περίπτωση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαπερνώ, διατρυπώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les cambrioleurs ont utilisé une perceuse pour percer le coffre et prendre l'argent. |
μου δίνεται μια ευκαιρία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανοίγω(ιατρική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le médecin a percé le furoncle pour le drainer. |
κατεδαφίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο στρατός χρησιμοποίησε άρματα μάχης για να κατεδαφίσει τα οδοφράγματα. |
διαπερνώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'escadron a percé les défenses ennemies. // Le soleil a percé les nuages. Η μοίρα διαπέρασε την άμυνα του εχθρού. Ο ήλιος διαπέρασε τα σύννεφα. |
τρυπώ κτ για να αντλήσω τα υγρά του, τρυπώ κτ για να αντλήσω τον χυμό τουverbe transitif (pour obtenir un liquide) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανοίγω(un passage) (δρόμο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a percé un chemin à travers le champ de maïs avec son tracteur. Άνοιξε με το τρακτέρ του ένα μονοπάτι μέσα από το καλαμποκοχώραφο. |
τρυπάωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Julie a percé un trou pour vider le conduit de son eau. |
τρυπάω, τρυπώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La perceuse transperça le mur. Το τρυπάνι τρύπησε τον τοίχο. |
τρυπάω, τρυπώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dans les cas de fracture ouverte, l'os peut percer (or: transpercer) la peau. |
τρυπάω, τρυπώverbe transitif (un ballon,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Emily perça le ballon avec une aiguille et il se dégonfla. |
λύνω, επιλύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Poirot a réussi à percer le mystère. |
ραγίζωverbe transitif (figuré : le cœur) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les mots méchants de Tom ont fendu le cœur de son père. |
καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mindy ne comprenait pas l'envie qu'avait sa sœur d'abandonner l'école. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν το χωράει το μυαλό μου ότι ο αδερφός μου χώρισε τη γυναίκα του. Έδειχνε τόσο ευτυχισμένος! |
ξεπροβάλλω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le soleil apparut au-delà des montagnes. |
τρυπάω, τρυπώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'est un éclat de verre qui a troué ton pneu. |
τρυπώverbe transitif (faire un trou) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bill perça l'emballage avec une paire de ciseaux. |
ανοίγωverbe transitif (τρύπα με τρυπάνι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le menuisier a percé un trou dans la planche. Ο ξυλουργός άνοιξε μια τρύπα στη σανίδα. |
εξανθώ(εξάνθημα, επίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Des rougeurs sont apparus sur mes bras dès que j'ai mangé le poisson. |
ανοίγω σήραγγα, φτιάχνω σήραγγαverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les ouvriers percèrent la montagne afin que l'autoroute puisse passer par là. |
τρυπάω, τρυπώ(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το ποτάμι υπερχείλισε κατά τη διάρκεια της μεγάλης βροχόπτωσης. |
διαπερνώverbe transitif (son) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un cri transperça (or perça) la nuit. |
οξύς, διαπεραστικόςnom masculin (cri) (ήχος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je me suis bouché les oreilles pour les protéger du cri perçant. Κάλυψα τα αυτιά μου για να τα προστατεύσω από τη διαπεραστική σειρήνα. |
διαπεραστικόςadjectif (voix, regard) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χάντρινοςadjectif (λόγιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τραχύς
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) On pouvait entendre des cris perçants provenant du sous-sol. |
διαπεραστικόςadjectif (figuré : regard) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) David savait qu'Hannah mentait, et il lui jeta un regard perçant. |
που κόβει το μάτι του(vue, œil) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Το μάτι του επιμελητή μου κόβει όσον αφορά τα τυπογραφικά λάθη. |
διαπεραστικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Aiden est un grand ténébreux avec des yeux perçants. |
οξύς(ouïe) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Shannon est dotée d'une ouïe fine. Η Σάννον έχει οξεία ακοή. |
διαπεραστικός, οξύς(cri, son) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un bruit aigu sortait du moteur de la voiture. |
τσιριχτόςadjectif (ήχος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αιχμηρόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Une pluie de flèches perçantes s'abattit sur l'ennemi. |
διεισδυτικόςadjectif (figuré : un regard,...) (μτφ: διορατικός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διαπεραστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) À la douleur aigüe dans sa jambe, John sut qu'il ne pouvait pas continuer. |
διαπεραστικός(cri) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les cris aigus de Samantha résonnaient jusque dans la rue voisine. |
ανοίγω, κάνω(μια τρύπα σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alison a percé un trou dans le mur. Η Άλισον άνοιξε μια τρύπα στον τοίχο. |
τρυπάω, τρυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Des piverts ont creusé dans les arbres à la recherche d'insectes. |
τρυπάω τα αυτιά, κάνω τρύπες στα αυτιάlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ma mère m'a percé les oreilles quand j'avais treize ans. Η μητέρα μου μου τρύπησε τα αυτιά όταν ήμουν δεκατριών. |
ανοίγω σήραγγα, φτιάχνω σήραγγαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les taupes creusent des tunnels sous la pelouse et en abîment l'aspect. |
μπαίνω(dans un milieu) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Joanna veut percer dans le marketing numérique pour faire avancer sa carrière. Η Τζοάνα θέλει να μπει στον χώρο του ψηφιακού μάρκετινγκ για να δώσει ώθηση στην καριέρα της. |
κάνω τρύπες σε κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του perçant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του perçant
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.