Τι σημαίνει το papel στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης papel στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του papel στο πορτογαλικά.

Η λέξη papel στο πορτογαλικά σημαίνει χαρτί, χαρτί, χαρτί, ρόλος, ρόλος, ρόλος, ρόλος, χοντρό χαρτί, ρόλος, κύπελλο, κύπελο, χάρτινος, ταπετσαρία, δημοσιογραφικό χαρτί, καλάθι αχρήστων, αλουμινόχαρτο, δεύτερος ρόλος, παλιόχαρτο, επώνυμος ρόλος, κοινό χαρτί, χαρτί κραφτ, λαδόκολλα, δολάριο, σημειώνω, γράφω, καρμπόν, σαν χαρτί, που έχει μπει στο πετσί του ρόλου, γραπτώς, αλουμινόχαρτο, χαρτί με κεφαλίδα, επιστολόχαρτο με κεφαλίδα, χαρτομάντιλο, περιτύλιγμα, κρεπ χαρτί, χαρτί κρεπ, ταπετσαρία, κόλλα ταπετσαρίας, δίπλωμα χαρτιού, άχρηστο χαρτί, αλουμινόχαρτο, χαρτί αλληλογραφίας, τσιγαρόχαρτο, ταπετσέρης, ταπετσέρης, ταπετσάρισμα, ξύλο χαρτοποιίας, σαλιωμένο χαρτάκι, φύλλο αλουμινίου, χαρτί υγείας, χαρτί τουαλέτας, χαρτί γραφήματος, πρωταγωνιστικός ρόλος, πρόχειρο χαρτί, δεύτερος ρόλος, στυπόχαρτο, περιτύλιγμα καραμέλας, αντίγραφο με καρμπόν, καρμπόν, τσιγαρόχαρτο, χαρτί σχεδίου, ρόλος, χαρτί περιτυλίγματος, χαρτονόμισμα, χαρτί κουζίνας, ρυζόχαρτο, χαρτί υγείας, χαρτί ιχνογραφίας, χαρτί γραφομηχανής, βουβός ρόλος, χαρτί περυτιλίγματος, χαρτί, χαρτί αλληλογραφίας, κόψιμο από χαρτί, πεπιεσμένο χαρτί, παπιέ μασέ, φύλλο χαρτί, μεταξόχαρτο, χαρτί ψησίματος, αιτιώδης ρόλος, χαρτί κουζίνας, πρωταγωνιστικός ρόλος, σαΐτα, έγγραφα, χαρτί από ράκη, κομμάτι χαρτί, χαρτομάντηλα, κηρόχαρτο, περφορατέρ, Blu Tack, άχρηστα κομματάκια χαρτί που δημιουργούνται όταν όταν ανοίγονται τρύπες με διακορευτή, ερωτικό ενδιαφέρον, φυλετικοί ρόλοι, εξευτελίζομαι, γελοιοποιούμαι, γίνομαι ρόμπα, κάνω τον καραγκιόζη, παριστάνω τον Θεό, παίζω το ρόλο, επιλέγω κπ για τον ρόλο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης papel

χαρτί

substantivo masculino (folha de papel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Peguei um papel para tomar nota.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δώσε λίγο χαρτί στο παιδάκι για να ζωγραφίσει.

χαρτί

substantivo masculino (folhas de papel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sim, há bastante papel na copiadora.
Ναι, υπάρχει πολύ χαρτί στο φωτοτυπικό μηχάνημα.

χαρτί

substantivo masculino (embrulho)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Não se esqueça de tirar o papel antes de comer o chocolate.

ρόλος

substantivo masculino (parte numa peça)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Brad ganhou o papel de Hamlet.
Ο Μπραντ πήρε το ρόλο του Άμλετ.

ρόλος

(teatro, cinema etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Drew estava empolgado para pegar um papel na produção do teatro comunitário.
Η Ντρου ήταν ενθουσιασμένη που πήρε έναν ρόλο στην θεατρική παραγωγή της κοινότητας.

ρόλος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Eu estou representando o papel de Ofélia.
Παίζω τον ρόλο της Οφηλίας.

ρόλος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ela conseguiu um pequeno papel no novo filme dele.
Πήρε έναν μικρό ρόλο στην καινούρια του ταινία.

χοντρό χαρτί

substantivo masculino

Devíamos imprimir o anúncio em um papel bom e pesado.

ρόλος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tenho que desempenhar funções diferentes no meu novo emprego.

κύπελλο, κύπελο

(recipiente para bebidas) (πλαστικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eu não preciso de copo de vidro. Dê-me um copo de plástico.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ποτηράκια για το πάρτι θυμήθηκες να πάρεις;

χάρτινος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O abajur de papel era legal, mas ele rasgou.
Το χάρτινο καπέλο του φωτιστικού ήταν ωραίο, αλλά σκίστηκε.

ταπετσαρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Que papel de parede adorável! Fica muito bem na cozinha.

δημοσιογραφικό χαρτί

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλάθι αχρήστων

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αλουμινόχαρτο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δεύτερος ρόλος

(numa peça teatral)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παλιόχαρτο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επώνυμος ρόλος

(atuação: parte de um personagem epônimo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κοινό χαρτί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χαρτί κραφτ

(χαρτόνι χειροτεχνίας)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

λαδόκολλα

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δολάριο

substantivo masculino (EUA: cédula)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σημειώνω, γράφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vou anotar essas informações no meu caderno.
Θα σημειώσω τις πληροφορίες αυτές στο σημειωματάριό μου.

καρμπόν

(BRA) (χαρτί για αντιγραφή)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σαν χαρτί

(λεπτός, αδύναμος)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

που έχει μπει στο πετσί του ρόλου

locução adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γραπτώς

locução adverbial (escrita ou imprensa)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Πρέπει να έχουμε τις συμφωνίες αυτές γραπτώς.

αλουμινόχαρτο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Karen envolveu as batatas em papel alumínio e as assou na fogueira.
Η Κάρεν τύλιξε τις πατάτες σε αλουμινόχαρτο και τις έψησε στη φωτιά.

χαρτί με κεφαλίδα, επιστολόχαρτο με κεφαλίδα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαρτομάντιλο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Wendy limpou seu nariz com um lenço de papel.
Η Γουέντι σκούπισε τη μύτη της με ένα χαρτομάντιλο.

περιτύλιγμα

(BRA)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κρεπ χαρτί, χαρτί κρεπ

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ταπετσαρία

substantivo masculino (τοίχου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nós rasgamos todo o papel de parede pronto para aplicação.
Βγάλαμε όλη την ταπετσαρία για να ετοιμάσουμε τον τοίχo για σοβάτισμα.

κόλλα ταπετσαρίας

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δίπλωμα χαρτιού

(χειροτεχνία: τέχνη, τεχνική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Το οριγκάμι είναι ιαπωνική τέχνη διπλώματος του χαρτιού.

άχρηστο χαρτί

(συχνά πληθυντικός)

αλουμινόχαρτο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χαρτί αλληλογραφίας

substantivo masculino

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τσιγαρόχαρτο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ταπετσέρης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ταπετσέρης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ταπετσάρισμα

(πέρασμα ταπετσαρίας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ξύλο χαρτοποιίας

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σαλιωμένο χαρτάκι

(παιχνίδι με φυσοκάλαμο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φύλλο αλουμινίου

substantivo masculino (για χαρακτική)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χαρτί υγείας, χαρτί τουαλέτας

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χαρτί γραφήματος

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Na minha aula de ciências, nós costumávamos usar papel quadriculado para esboçar o progresso dos nossos experimentos.

πρωταγωνιστικός ρόλος

πρόχειρο χαρτί

substantivo masculino

δεύτερος ρόλος

(μεταφορικά)

στυπόχαρτο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Creio que apenas os calígrafos usam papel mata-borrão nos dias de hoje.
Νομίζω ότι μόνον οι καλλιγράφοι χρησιμοποιούν στυπόχαρτο στις μέρες μας.

περιτύλιγμα καραμέλας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As crianças devem ter encontrado as cestas de Páscoa; só restou papel de bala.

αντίγραφο με καρμπόν

(κυριολεκτικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Envio esta carta ao cliente com uma cópia em papel-carbono ao meu chefe para sua informação.

καρμπόν

τσιγαρόχαρτο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χαρτί σχεδίου

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ρόλος

(parte que um ator desempenha no cinema)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χαρτί περιτυλίγματος

(μόνο καφέ χρώματος)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χαρτονόμισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χαρτί κουζίνας

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Limpei a mesa com um papel toalha.

ρυζόχαρτο

(papel comestível)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χαρτί υγείας

(BRA)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Por favor acrescente papel higiênico à lista de compras - estamos quase sem.
Σε παρακαλώ πρόσθεσε χαρτί υγείας στην λίστα με τα ψώνια, κοντεύουμε να ξεμείνουμε.

χαρτί ιχνογραφίας

(papel transparente)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χαρτί γραφομηχανής

(papel para datilografar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βουβός ρόλος

(papel de atuação sem falas) (θέατρο, κινηματογράφος)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Ζήτησε ρόλο που να μην έχει λόγια, έτσι ώστε να μη χρειαστεί να τα αποστηθίσει.

χαρτί περυτιλίγματος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χαρτί, χαρτί αλληλογραφίας

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κόψιμο από χαρτί

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πεπιεσμένο χαρτί, παπιέ μασέ

substantivo masculino (artesanato: escultura com papel colado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Η κόρη μου έβαψε ένα μπολ από πεπιεσμένο χαρτί στη τάξη της χειροτεχνίας. Φτιάξαμε ζώα από πεπιεσμένο χαρτί σήμερα στο σχολείο.

φύλλο χαρτί

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Βρήκε ένα φύλλο χαρτί και έγραψε ένα σημείωμα. Χρειάζεται μόνο ένα φύλλο χαρτί για να κάνετε το τεστ. Έχετε έτοιμα τα μολύβια;

μεταξόχαρτο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χαρτί ψησίματος

substantivo masculino (μαγειρική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ela colocou a massa dos biscoitos em papel manteiga untado antes de colocá-los no forno.

αιτιώδης ρόλος

(λόγιος)

χαρτί κουζίνας

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πρωταγωνιστικός ρόλος

substantivo masculino

σαΐτα

substantivo masculino (avião feito de papel dobrado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έγγραφα

(για πιστοποίηση)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

χαρτί από ράκη

(papel feito de fibras de algodão)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κομμάτι χαρτί

substantivo masculino (pequeno pedaço de papel)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χαρτομάντηλα

(caixa de lenços descartáveis)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

κηρόχαρτο

(papel impermeável usado na cozinha)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

περφορατέρ

substantivo masculino (ξενικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Blu Tack

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

άχρηστα κομματάκια χαρτί που δημιουργούνται όταν όταν ανοίγονται τρύπες με διακορευτή

(sobra de papel quando se usa furador)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ερωτικό ενδιαφέρον

φυλετικοί ρόλοι

substantivo masculino

εξευτελίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ρεζιλεύτηκε μεθώντας πολύ στον γάμο της αδερφής του.

γελοιοποιούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γίνομαι ρόμπα

expressão (αργκό, μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

κάνω τον καραγκιόζη

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παριστάνω τον Θεό

(fig, tomar decisões sobre vida e morte) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίζω το ρόλο

(atuar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιλέγω κπ για τον ρόλο

locução verbal (selecionar artista)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του papel στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του papel

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.