Τι σημαίνει το out of στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης out of στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του out of στο Αγγλικά.
Η λέξη out of στο Αγγλικά σημαίνει εκτός, έχω ξεμείνει από κτ, στους, στις, στα, από, εκτός, από, αποχωρώ από κτ, εμφανίζομαι, φανερώνομαι, αφαιρούμαι, βγαίνω, βγαίνω, βγαίνω έρποντας, βγαίνω, γλιτώνω από κτ, μεγαλώνω και κτ δε μου κάνει πια, μεγαλώνω και κτ δε μου χωράει πια, ξεπερνάω, προέρχομαι από κτ, ψάρι έξω από το νερό, έχω βαρεθεί τη ζωή μου, τα έχω χάσει, τα έχω χαμένα, κάνω κπ/κτ τόπι στο ξύλο, κάνω κπ/κτ μαύρο στο ξύλο, μαυρίζω κπ στο ξύλο, σπάω κπ στο ξύλο, κάνω κπ τόπι στο ξύλο, μεγαλοποιώ, νόθος, εξώγαμος, ανακοινώνω πως είμαι γκέι, απορρίπτω ασυζητητί, κλέβω κτ από κπ, σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτού, τρελαίνω, φτιάχνω, ανάβω, εγκαταλείπω, σπρώχνω κπ για να κάνει στην άκρη, xάνω την εκτίμηση, ξεσυνηθίζω, χάνω επαφή, διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι, εξοργίζομαι, θυμώνω, σηκώνομαι από το κρεβάτι, το σκάω, βγαίνω εκτός ελέγχου, Φύγε!, Φύγε από δω!, Σήκω και φύγε!, Σώπα!, Άσε ρε!, Άντε ρε!, Έλα!, μπερδεύομαι, ανακατεύομαι, φεύγω από τη μέση, βγαίνω από τη μέση, ξεμπερδεύω με κτ, βγάλε κτ/κπ από το μυαλό σου, τελειώνω με δραματικό τρόπο, πτωχεύω, βγαίνω εκτός μόδας, φεύγω από τη μόδα, βγαίνω εκτός μόδας, φεύγω από τη μόδα, τρελαίνομαι, τρελαίνομαι από κτ, μπαίνω σε κόπο, κάνω τον κόπο, κάνω παράκαμψη, σπρώχνω, κτυπώ, βγάζω τ'άπλυτα στην φόρα, του σκοτωμού, σαν τρελός, έξω από τα νερά μου, κάνω την τρίχα τριχιά, εκτός λειτουργίας, εκτός δράσης, εκτός ορίων, απαράδεκτος, χωρίς ανάσα, αντίθετο με το χαρακτήρα κάποιου, ξεφόρτιστος, εκτός χρήσης, εκτός λειτουργίας, εκτός εργασίας, εκτός χρήσης, εκτός, εκτός ελέγχου, εκτός ελέγχου, εξωδικαστικά, εκτός κινδύνου, ξεπερασμένος, παλιομοδίτικος, ντεμοντέ, άκυρος, μπαγιάτικος, έξω, εξωτερικά, υπαίθριος, με τρόπο ξεπερασμένο, ξεπερασμένος, παλιομοδίτικος, ντεμοντέ, δεν είμαι πια δημοφιλής, θαμπός, θολός, ακαθόριστος, συγκεχυμένος, αμυδρός, δυσδιάκριτος, αφηρημένος, αποσυντονισμένος, εκτός ελέγχου, κατευθείαν, αμέσως, εκτός κινδύνου, το έχω χάσει, εξαρθρωμένος, παράταιρος, ασυνεπής με κτ, ασύμβατος με κτ, εκτός τονικότητας, σε δυσαρμονία, που δεν συνάδει, που δεν ταιριάζει, που δεν εναρμονίζεται, απαράδεκτος, που παραφέρεται, με απαράδεκτο τρόπο, άτυχος, άφραγκος, από ανάγκη, κατ' ανάγκη, απ'το πουθενά, εκτός λειτουργίας, εκτός λειτουργίας, που δεν λειτουργεί, απαράδεκτος, παραφέρομαι, μπερδεμένος, ανακατεμένος, αποσυντονισμένα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης out of
εκτόςadverb (used in expressions (beyond) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) We continued to wave to our grandson until he was out of sight. Συνεχίσαμε να χαιρετάμε τον εγγονό μας μέχρι που βγήκε εκτός του οπτικού πεδίου μας. |
έχω ξεμείνει από κτverbal expression (informal (be lacking) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I had to go shopping as we were completely out of milk. Έπρεπε να πάω για ψώνια μιας και είχαμε ξεμείνει εντελώς από γάλα. |
στους, στις, σταpreposition (of total number) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Three people out of ten preferred milk chocolate over dark chocolate. Eight out of ten cats prefer this brand of cat food. Out of all the people in the world, I had to bump into my ex-boyfriend! Από όλους τους ανθρώπους στον κόσμο, έμελλε να πάω να πέσω πάνω στον πρώην μου! |
απόpreposition (motivated by) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Laura turned the volume up high out of spite. The parents did what they did out of love for their children. Η Λώρα δυνάμωσε την ένταση από κακία. |
εκτόςexpression (excluded, outside) My dad kept me out of school for a week. Ο πατέρας μου με κράτησε μακριά από το σχολείο για μια εβδομάδα. |
απόpreposition (from) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) These clothes are made entirely out of recycled materials. |
αποχωρώ από κτphrasal verb, transitive, inseparable (informal, figurative (end involvement) Eric bailed out of the project when the firm didn't pay him. |
εμφανίζομαι, φανερώνομαιphrasal verb, transitive, inseparable (emerge) (κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Bears generally come out of hibernation in the Spring. Οι αρκούδες γενικά βγαίνουν από τη χειμερία νάρκη την άνοιξη. |
αφαιρούμαι, βγαίνωphrasal verb, transitive, inseparable (costs: be subtracted) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The cost of that broken lamp is going to come out of your pay check. Το κόστος για αυτή τη σπασμένη λάμπα θα καλυφθεί αφού το σχετικό ποσό αφαιρεθεί από τον μισθό σου. |
βγαίνωphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (result) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Let's hope that something good can come out of this. Ας ελπίσουμε ότι απ' αυτό θα βγει κάτι καλό. |
βγαίνω έρποντας(creep outside) She crawled out of her sleeping bag to see if it was a bear making all the noise outside her tent. Βγήκε έρποντας από τον υπνόσακό της για να δει αν ήταν αρκούδα που έκανε όλο τον θόρυβο έξω από τη σκηνή της. |
βγαίνω(extricate oneself from) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The children could not get out of the building because it was on fire. Τα παιδιά δεν μπορούσαν να βγουν απ' το κτίριο γιατί είχε πάρει φωτιά. |
γλιτώνω από κτphrasal verb, transitive, inseparable (figurative, informal (free yourself from an obligation) I need to get out of my meeting this afternoon because I have a doctor's appointment. The teenager tried to get out of his homework by pretending to be ill. |
μεγαλώνω και κτ δε μου κάνει πια, μεγαλώνω και κτ δε μου χωράει πιαphrasal verb, transitive, inseparable (clothing: outgrow) (ρούχο, παπούτσι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Children at that age grow out of their clothes so quickly. Τα παιδιά αυτής της ηλικίας μεγαλώνουν και πολύ γρήγορα δεν τους κάνουν πια τα ρούχα τους. |
ξεπερνάωphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (habit: outgrow) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Richard grew out of the habit of sucking his thumb. Ο Ρίτσαρντ ξεπέρασε τη συνήθεια να πιπιλάει τον αντίχειρά του. |
προέρχομαι από κτphrasal verb, transitive, inseparable (originate, develop) The idea grew out of discussions between leading organizations in the environment sector. Η ιδέα προέκυψε από συζητήσεις μεταξύ κορυφαίων οργανισμών του περιβαλλοντολογικού κλάδου. |
ψάρι έξω από το νερόnoun (figurative ([sb] in unfamiliar place, situation) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Although a fantastic football player, he was a fish out of water on the golf course. |
έχω βαρεθεί τη ζωή μουverbal expression (figurative, informal (be extremely bored) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα έχω χάσει, τα έχω χαμέναverbal expression (be very worried or frightened) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω κπ/κτ τόπι στο ξύλο, κάνω κπ/κτ μαύρο στο ξύλοverbal expression (slang, figurative, vulgar (beat physically) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He threatened to beat the crap out of me if I didn't pay him by the end of the week. |
μαυρίζω κπ στο ξύλο, σπάω κπ στο ξύλο, κάνω κπ τόπι στο ξύλοverbal expression (slang, figurative, vulgar (beat physically) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We got into a fistfight and he beat the s*** out of me. |
μεγαλοποιώverbal expression (figurative, informal (overdramatize) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sure, it seems like a lot of snow, but don't blow it out of proportion -- we usually have several inches in April. |
νόθος, εξώγαμοςadjective (dated (illegitimate) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) "Bastard" is the legal term for a child born out of wedlock. |
ανακοινώνω πως είμαι γκέιverbal expression (figurative, dated (announce that you are gay) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He only came out of the closet when he was 34. |
απορρίπτω ασυζητητίverbal expression (disregard) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I know it sounds like a conspiracy theory, but I beg you not to dismiss it out of hand. Το ξέρω ότι ακούγεται λίγο ως θεωρία συνομωσίας αλλά σε παρακαλώ να μην την απορρίψεις ασυζητητί. |
κλέβω κτ από κπverbal expression (informal (deprive, cheat) |
σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτούverbal expression (figurative, informal (annoy) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The baby's constant crying drove James out of his mind. |
τρελαίνω, φτιάχνω, ανάβωverbal expression (figurative, informal (arouse sexually) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Watching you sunbathe used to drive me out of my mind. |
εγκαταλείπωverbal expression (informal, figurative (withdraw from [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He dropped out of school before completing his degree. Several competitors have dropped out of the tournament due to injuries. Παράτησε τις σπουδές του πριν πάρει πτυχίο.Πολλοί διαγωνιζόμενοι εγκατέλειψαν το τουρνουά λόγω τραυματισμών. |
σπρώχνω κπ για να κάνει στην άκρηverbal expression (push [sb] aside) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) An old lady elbowed Dan out of the way as he was trying to get on the bus. |
xάνω την εκτίμησηverbal expression (lose popularity) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεσυνηθίζωverbal expression (no longer do [sth] regularly) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I used to go to the gym three times a week, but now I've fallen out of the habit. |
χάνω επαφήverbal expression (lose contact) |
διασκεδάζω, ευχαριστιέμαιverbal expression (slang (enjoy, take pleasure in) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She gets a kick out of watching talking animal videos. |
εξοργίζομαι, θυμώνωverbal expression (figurative, slang (be resentful, angry) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σηκώνομαι από το κρεβάτιverbal expression (rise in morning) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I was sick today and did not want to get out of bed. |
το σκάωverbal expression (US, informal, figurative (leave a town, escape) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) |
βγαίνω εκτός ελέγχουverbal expression (informal (become uncontrolled) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The party got out of hand, and a neighbour called the police. |
Φύγε!, Φύγε από δω!, Σήκω και φύγε!interjection (informal (command: go) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) "Get out of here!" she cried, waving her broom at the startled cat. |
Σώπα!, Άσε ρε!, Άντε ρε!, Έλα!interjection (mainly US, slang, figurative (disbelief) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) You bought that shirt for $10? Get out of here! |
μπερδεύομαι, ανακατεύομαιverbal expression (be jumbled) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The professor's notes had got out of order and he was having trouble giving his lecture. |
φεύγω από τη μέση, βγαίνω από τη μέσηverbal expression (informal (move aside) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The truck finally got out of the way and I was able to turn right. |
ξεμπερδεύω με κτverbal expression (informal, figurative (task: complete) Let's get the cleaning out of the way: then we can do something fun. |
βγάλε κτ/κπ από το μυαλό σουverbal expression (stop thinking about [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I know it was a tough breakup, but you need to get it out of your mind. |
τελειώνω με δραματικό τρόποverbal expression (figurative (come to a heroic end) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πτωχεύωverbal expression (company: fail) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The company went out of business during the recession. |
βγαίνω εκτός μόδας, φεύγω από τη μόδαverbal expression (be dated) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Three-piece suits had gone out of fashion by the early 1990s. |
βγαίνω εκτός μόδας, φεύγω από τη μόδαverbal expression (be dated) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hawaiian shirts went out of style after the '60s. |
τρελαίνομαιverbal expression (figurative, informal (become insane) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I will go out of my mind if that loud music continues! |
τρελαίνομαι από κτverbal expression (figurative, informal (become extremely anxious, worried) (μεταφορικά) When Becky didn't come home that night, her mother went out of her mind with worry. |
μπαίνω σε κόπο, κάνω τον κόποverbal expression (figurative (make effort) (συνήθως με άρνηση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Don't go out of your way to bring me the book: I don't need it today. She went out of her way to help me. Έκανε ό,τι μπορούσε για να με βοηθήσει. |
κάνω παράκαμψηverbal expression (take detour) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It is the best bakery in town, and it is worth going out of your way to get your bread there. |
σπρώχνω, κτυπώverbal expression (informal (shove aside) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He ran down the school hallway knocking people out of his way. |
βγάζω τ'άπλυτα στην φόραverbal expression (figurative, informal (reveal the secret) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Thanks for letting the cat out of the bag about me being pregnant. |
του σκοτωμού, σαν τρελόςadverb (very fast) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The cat ran into the house like a bat out of hell. |
έξω από τα νερά μουadverb (out of place, out of one's element) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I always feel like a fish out of water at formal gatherings. |
κάνω την τρίχα τριχιάverbal expression (figurative (exaggerate a trivial problem) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκτός λειτουργίαςexpression (unable to function) (συσκευή) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
εκτός δράσηςexpression (person: unable to perform or fight) (άνθρωπος) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
εκτός ορίωνadverb (outside a prescribed boundary) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The referee blew his whistle when the ball went out of bounds. During the war most beaches were out of bounds to civilians. Ο διαιτητής σφύριξε όταν η μπάλα πήγε εκτός ορίων. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι περισσότερες παραλίες βρίσκονταν εκτός ορίων για τους πολίτες. |
απαράδεκτοςadjective (figurative (not permitted, unacceptable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Your behaviour at the wedding reception was out of bounds. |
χωρίς ανάσαadjective (panting, breathless) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) After sprinting round the track I was out of breath and could barely speak. |
αντίθετο με το χαρακτήρα κάποιουadjective (not typical of [sb]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεφόρτιστοςadjective (having lost battery power) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εκτός χρήσης, εκτός λειτουργίαςadjective (not in active service or use) The ship is out of commission while it undergoes repairs. |
εκτός εργασίαςadjective (figurative (inactive due to injury, etc.) He sprained his ankle running and the doc says he'll be out of commission for a couple of weeks. Στραμπούληξε τον αστράγαλό του και ο γιατρός λέει ότι θα μείνει εκτός για καναδυό εβδομάδες. |
εκτός χρήσηςadverb (out of active service or use) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The paramilitary group has finally put its weapons out of commission. |
εκτόςadverb (figurative (out of action due to injury, etc.) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) One tiny slip can put a skater out of commission for months. |
εκτός ελέγχουadverb (wild, unrestrained) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The child was screaming and stamping his feet, quite out of control. |
εκτός ελέγχουadjective (unrestrained, wild) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) You're just an out-of-control brat! |
εξωδικαστικάadverb (without legal ruling) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εκτός κινδύνουadjective (no longer at risk) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Although the patient was still very ill, he was out of danger. |
ξεπερασμένος, παλιομοδίτικος, ντεμοντέadjective (old-fashioned, outmoded) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The 70's-style couch is out of date. Ο καναπές με στυλ δεκαετίας '70 είναι ξεπερασμένος. |
άκυροςadjective (no longer valid) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) That program had been updated; yours is an out-of-date version. Αυτό το πρόγραμμα ενημερώθηκε· το δικό σου είναι παλιά έκδοση. |
μπαγιάτικοςadjective (food: no longer fresh) (φαγητό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The milk expired two weeks ago and is thus out of date. Το γάλα έληξε πριν από δύο εβδομάδες και έτσι είναι μπαγιάτικο. |
έξω, εξωτερικάadverb (outside, outdoors) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The school bell sounded, and the children poured out of doors into the playground. Since I moved to Spain I spend most of my time out of doors. Ακούστηκε το σχολικό κουδούνι και τα παιδιά ξεχύθηκαν έξω στο προαύλιο. Από τότε που μετακόμισα στην Ισπανία περνάω το περισσότερο χρόνο μου έξω. |
υπαίθριοςadjective (in the open air) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) There will be an out-of-doors performance of the play this evening. |
με τρόπο ξεπερασμένοadverb (no longer popular) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Bell bottom pants are out of fashion, skinny jeans are back in. |
ξεπερασμένος, παλιομοδίτικος, ντεμοντέadjective (outmoded) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fat ties and wide lapels are so out of fashion! |
δεν είμαι πια δημοφιλήςverbal expression (have lost popularity) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θαμπός, θολός, ακαθόριστος, συγκεχυμένος, αμυδρός, δυσδιάκριτοςadjective (blurred, indistinct) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The impressionist style gave the painting a fuzzy, out of focus look. As she came out of the anesthesia, everything was fuzzy and out of focus. Το ιμπρεσιονιστικό ύφος προσέδιδε στον πίνακα μια ασαφή, θαμπή όψη. Καθώς συνήλθε από την αναισθησία, όλα ήταν ασαφή και θαμπά. |
αφηρημένος, αποσυντονισμένοςadjective (figurative (not concentrating on single issue) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She was out of focus all day after taking a new allergy medication. |
εκτός ελέγχουadverb (uncontrolled) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) When the fight got out of hand the barman called the police. |
κατευθείαν, αμέσωςadverb (without further thought) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The boss dismissed my ideas out of hand; he didn't even ask me any questions. |
εκτός κινδύνουexpression (away from danger) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
το έχω χάσειadjective (unable to think clearly) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cal was having trouble answering basic questions in math class today--he's really out of it. Ο Καλ δυσκολευόταν να απαντήσει απλές ερωτήσεις μαθηματικών σήμερα στην τάξη. Το έχει χάσει τελείως. |
εξαρθρωμένοςexpression (medicine: dislocated) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παράταιροςexpression (figurative (not in order or appropriate) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ασυνεπής με κτ, ασύμβατος με κτverbal expression (not consistent) |
εκτός τονικότηταςverbal expression (music: be off-pitch) (για μουσική) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
σε δυσαρμονίαadverb (play, sing music: off-pitch) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
που δεν συνάδει, που δεν ταιριάζει, που δεν εναρμονίζεταιadjective (not in alignment) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απαράδεκτοςadjective (figurative, informal (comment: unacceptable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που παραφέρεταιadjective (figurative, informal (person: behaving unacceptably) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με απαράδεκτο τρόποadverb (figurative, informal (unacceptably) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
άτυχοςadjective (informal (unlucky) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I'm afraid you're out of luck; there are no tickets left. Φοβάμαι ότι ατύχησες, δεν έχουν μείνει εισιτήρια. |
άφραγκοςadjective (short of cash) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I can't go out this weekend because I'm out of money. |
από ανάγκη, κατ' ανάγκηadverb (due to need) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απ'το πουθενάadverb (unexpectedly) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He showed up out of nowhere. |
εκτός λειτουργίαςadjective (no longer functioning) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκτός λειτουργίαςadverb (no longer functioning) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που δεν λειτουργείadjective (not functioning) (βλάβη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The furnace is out of order, so I've called a repairman. Ο καυστήρας δεν λειτουργεί και κάλεσα τον τεχνικό. |
απαράδεκτοςadjective (figurative, slang (behavior: inappropriate) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Terry's rude comments about your brother were out of order. Τα αγενή σχόλια του Τέρι για τον αδερφό σου ήταν απαράδεκτα. |
παραφέρομαιadjective (figurative, slang (behaving inappropriately) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) You were out of order last night; I think you need to call our guests today to apologise. Παραφέρθηκες χθες βράδυ. Νομίζω ότι σήμερα πρέπει να τηλεφωνήσεις στους καλεσμένους μας και να τους ζητήσεις συγγνώμη. |
μπερδεμένος, ανακατεμένοςadjective (jumbled) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) I dropped my manuscript and now the pages are all out of order. Μου έπεσε το χειρόγραφό μου και τώρα οι σελίδες είναι μπερδεμένες. |
αποσυντονισμέναadverb (in an unsynchronized way) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) His manner of speech seemed completely out phase with his age. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του out of στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του out of
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.