Τι σημαίνει το ottenere στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ottenere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ottenere στο Ιταλικό.
Η λέξη ottenere στο Ιταλικό σημαίνει αποκτώ, αποκτώ, παίρνω, κερδίζω, κερδίζω, πετυχαίνω, τσακώνω, γραπώνω, αποκτάω, αποκτώ, παίρνω, φέρνω, αποζημιώνομαι για κτ, τραβάω, τραβώ, καταδικάζομαι σε κτ, κερδίζω, καταφέρνω, διαχειρίζομαι, εκμεταλλεύομαι την επιτυχία ή την προσπάθεια κάποιου άλλου, κερδίζω, αποκτώ, αποκομίζω, προμηθεύομαι, αποσπώ, αποσπώ, εκμαιεύω, παραλήπτης, παραλήπτρια, επιτυγχάνω, πετυχαίνω, τα καταφέρνω, πετυχαίνω, παίρνω, αντλώ κτ από κτ, προσιτός, ικανότητα λήψης επιδοτήσεων, επιτυγχάνω, παίρνω διαζύγιο, εξασφαλίζω την υποστήριξη κπ, γίνεται το δικό μου, περνάει το δικό μου, αποκτώ πρόσβαση σε κτ, παίρνω δάνειο, κερδίζω αναγνώριση, γίνομαι δεκτός, το άγγιγμα του Μίδα, παγίδα, αποσπώ κτ από κπ, κερδίζω, αποκτώ με τη βία, καβατζώνω, καπαρώνω, περνάω τις εξετάσεις για να γίνω κτ, σουφρώνω κτ από κπ, εκμαιεύω κτ από κτ, κυνηγάω, κυνηγώ, τσιμπώ κτ, αποκτώ πρόσβαση σε κτ, αυξάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ottenere
αποκτώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo quattro anni a Oxford Lisa ha conseguito il dottorato. Μετά από τέσσερα χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, η Λίζα πήρε διδακτορικό. |
αποκτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I cittadini hanno ottenuto il diritto di mandare i loro figli in una scuola diversa. Οι πολίτες απέκτησαν το δικαίωμα να στέλνουν τα παιδιά τους σε διαφορετικό σχολείο. |
παίρνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha ottenuto una promozione al lavoro. Πήρε προαγωγή. |
κερδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κερδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Grazie al tuo intenso lavoro, hai ottenuto un posto nel management dell'azienda. |
πετυχαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hanno ottenuto sette vittorie nell'ultima stagione. |
τσακώνω, γραπώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά, καθομ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Siamo riusciti ad ottenere un buon prezzo per un pacchetto turistico a Malta. |
αποκτάω, αποκτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È un documento raro e difficile da ottenere (or: acquisire). Αυτός ο δίσκος είναι σπάνιος κι είναι δύσκολο να τον αποκτήσει κανείς. |
παίρνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φέρνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποζημιώνομαι για κτverbo transitivo o transitivo pronominale (per vedersi riconosciuto un diritto) Hanno intentato una causa per ottenere un risarcimento per la morte del ragazzo. |
τραβάω, τραβώverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ottiene sempre tutte le attenzioni. |
καταδικάζομαι σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il criminale ha ottenuto l'ergastolo. Επιβλήθηκε ποινή ισόβιας κάθειρξης στον εγκληματία. |
κερδίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι επιθυμητό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha ottenuto la promozione lavorando sodo. Κέρδισε την προαγωγή με σκληρή δουλειά. |
καταφέρνω, διαχειρίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il direttore dell'azienda riuscì a ottenere l'accordo che si adattava ai suoi interessi commerciali. |
εκμεταλλεύομαι την επιτυχία ή την προσπάθεια κάποιου άλλου(grazie all'aiuto di qualcuno) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κερδίζω, αποκτώ(επιπλέον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il mese scorso ha guadagnato cinque nuovi clienti. Κέρδισε (or: απέκτησε) πέντε ακόμα πελάτες τον τελευταίο μήνα. |
αποκομίζω(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προμηθεύομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dove possiamo procurarci del buon terriccio? Από πού μπορούμε να προμηθευτούμε καλό επιφανειακό χώμα; |
αποσπώverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: confessione, fatto) (μεταφορικά, λόγιο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alla fine siamo riusciti a ottenere la verità da Brian. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο κατάσκοπος κατάφερε να εκμαιεύσει πληροφορίες από την κυβέρνηση. |
αποσπώ, εκμαιεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (informazioni) (έμμεσα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Due ore di interrogatorio non sono servite per ottenere una risposta dal sospettato. |
παραλήπτης, παραλήπτριαverbo transitivo o transitivo pronominale (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Rami Malek ha ricevuto l'Oscar come Miglior Attore nel 2019. |
επιτυγχάνω, πετυχαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pochi imperi, passati o coevi, hanno conquistato tanto potere quanto questo. |
τα καταφέρνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dopo dieci richieste sono finalmente riuscito ad ottenere una lettera di accettazione. |
πετυχαίνω(figurato: ottenere [qlcs] rapidamente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La scienziata fu catapultata alla fama internazionale dopo la sua incredibile scoperta. |
παίρνωverbo transitivo o transitivo pronominale (premio, denaro) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha vinto migliaia di dollari al casinò. |
αντλώ κτ από κτverbo transitivo o transitivo pronominale I dati sono estratti da articoli giornalistici online. |
προσιτός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La macchina da stampa ha reso i libri accessibili al grande pubblico. Το τυπογραφικό πιεστήριο έκανε τα βιβλία προσιτά στο γενικό κοινό. |
ικανότητα λήψης επιδοτήσεωνsostantivo femminile (titoli, concessioni, borse di studio) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιτυγχάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίρνω διαζύγιοverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Janine è stanca dei tradimenti del marito e vuole il divorzio. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Βαρέθηκα τις περιπέτειες του άντρα μου με άλλες γυναίκες, θέλω να πάρω διαζύγιο. |
εξασφαλίζω την υποστήριξη κπverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γίνεται το δικό μου, περνάει το δικό μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποκτώ πρόσβαση σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίρνω δάνειοverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se non riusciremo a pagare l'affitto entro agosto dovremo cercare di ottenere un prestito. |
κερδίζω αναγνώρισηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I molti articoli pubblicati hanno aiutato il mio dottore a ottenere riconoscimento nel campo della medicina. |
γίνομαι δεκτόςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το άγγιγμα του Μίδαsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παγίδαverbo transitivo o transitivo pronominale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αποσπώ κτ από κπverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alla fine, Denise riuscì a ottenere la verità da Eric con le lusinghe. Η Ντενίζ κατάφερε τελικά να αποσπάσει την αλήθεια από τον Έρικ. |
κερδίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (με πειθώ ή απάτη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποκτώ με τη βία
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Re Enrico VIII colse l'occasione di estorcere il potere da Roma. |
καβατζώνω, καπαρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, informale) (αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περνάω τις εξετάσεις για να γίνω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (a un lavoro o professione) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Evelyn ha ottenuto l'abilitazione per fare l'idraulico. Η Έβελιν έχει πιστοποιηθεί ως υδραυλικός. |
σουφρώνω κτ από κπ(αργκό) |
εκμαιεύω κτ από κτverbo transitivo o transitivo pronominale L'insegnante cercò di carpire la risposta giusta agli studenti. |
κυνηγάω, κυνηγώ(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Ντάρεν κυνηγούσε μια αύξηση και δούλευε υπερωρίες αρκετές εβδομάδες συνεχόμενα. |
τσιμπώ κτverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά, προφορικό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'agenzia cercava di ottenere l'affare dal cliente. Το πρακτορείο υπέβαλλε προσφορά για την εταιρεία του πελάτη. |
αποκτώ πρόσβαση σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυξάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il mercante si diede al contrabbando per aumentare le sue entrate. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ottenere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του ottenere
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.