Τι σημαίνει το operating στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης operating στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του operating στο Αγγλικά.
Η λέξη operating στο Αγγλικά σημαίνει λειτουργίας, λειτουργίας, εγχειρητικός, χειρουργικός, χειρίζομαι, εγχειρίζω, εγχειρίζω, έχω, διευθύνω, δραστηριοποιούμαι, δουλεύω, εργάζομαι, λειτουργώ, χειρίζομαι, γενικός διευθυντής επιχειρήσεων, Γενικός Διευθυντής Επιχειρήσεων, Γενική Διευθύντρια Επιχειρήσεων, προϋπολογισμός λειτουργίας, στοιχεία χειρισμού, έξοδα λειτουργίας, δαπάνες λειτουργίας, πλήρωμα, οργανικά έσοδα, χειρουργείο, λειτουργικό σύστημα, χειρουργικό τραπέζι, τυποποιημένη διαδικασία, πρότυπη διαδικασία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης operating
λειτουργίαςadjective (of a machine) (σε γενική) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Please read the operating instructions before using this machine. |
λειτουργίαςadjective (business operations) (σε γενική) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) The Health and Safety Executive is investigating the company's operating practices. |
εγχειρητικός, χειρουργικόςadjective (surgical) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The hospital has invested in a new operating suite. |
χειρίζομαιtransitive verb (use: a machine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Andrea operates a forklift truck at work. Η Αντρέα χειρίζεται ένα περονοφόρο στη δουλειά. |
εγχειρίζω(do surgery on) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The surgeon is operating on Mrs. Willis for her gallstones. The vet is operating on Julie's dog tomorrow. Ο χειρουργός κάνει επέμβαση στην κα. Γουίλις για τις πέτρες στη χολή της. |
εγχειρίζω(treat with surgery) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'm glad Dr. Jones is operating on my hip; he's a very capable surgeon. Χαίρομαι που θα με εγχειρίσει ο Δρ. Τζόουνς στον γοφό. Είναι πολύ ικανός χειρουργός. |
έχω, διευθύνωtransitive verb (run: a business) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Karen operates a tool hire business in Birmingham. Η Κάρεν διευθύνει μια εταιρεία μίσθωσης εργαλείων στο Μπέρμιγχαμ. |
δραστηριοποιούμαιintransitive verb (business: be run) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) This company operates in several countries around the world. Αυτή η εταιρεία δραστηριοποιείται σε αρκετές χώρες ανά τον κόσμο. |
δουλεύω, εργάζομαιintransitive verb (person: conduct business) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Emily has just set up a marketing business and is operating out of her spare bedroom. Η Έμιλι ξεκίνησε μια εταιρεία μάρκετινγκ και εργάζεται στο έξτρα υπνοδωμάτιό της. |
λειτουργώintransitive verb (machine: function) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The coffee machine isn't operating properly. Η καφετιέρα δεν λειτουργεί κανονικά. |
χειρίζομαιintransitive verb (informal (person: be cunning) (κπ/κτ, μια κατάσταση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I hear Mark's got another promotion; he really knows how to operate! |
γενικός διευθυντής επιχειρήσεωνnoun (executive in charge) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Γενικός Διευθυντής Επιχειρήσεων, Γενική Διευθύντρια Επιχειρήσεωνnoun (initialism (Chief Operating Officer) The COO will be visiting this week, so clean up your desk. |
προϋπολογισμός λειτουργίαςnoun (money allocated to a project) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) With the economic downturn, our annual operating budget has been cut nearly in half. |
στοιχεία χειρισμούplural noun (machinery: switches, etc.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έξοδα λειτουργίας, δαπάνες λειτουργίαςplural noun (expenses involved in running a business) They forgot to include operating costs in their initial budget, so their profits were considerably lower than anticipated. |
πλήρωμαnoun (team in charge of aircraft, etc.) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
οργανικά έσοδαnoun (actual earnings before tax) |
χειρουργείοnoun (room where surgery is performed) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The surgeon went into his operating room to perform surgery. Operating theatres cannot be completely sterile. |
λειτουργικό σύστημαnoun (computer software) What operating system are you using on your computer? |
χειρουργικό τραπέζιnoun (table on which surgery is performed) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The patient was lying on the operating table while the surgeon prepared her instruments. |
τυποποιημένη διαδικασία, πρότυπη διαδικασίαnoun (normal working practice) (έμφαση στην τυποποίηση) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του operating στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του operating
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.