Τι σημαίνει το moi στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης moi στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του moi στο Γαλλικά.

Η λέξη moi στο Γαλλικά σημαίνει με, μου, εσωτερικός εαυτός, εαυτός, μου, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ, έλα ντε! μακάρι να ήξερα!, προσωπικά, δικός μου, παρομοίως, λάθος μου, δωσ'μου, συγγνώμη, σπίτι, κέφι, ο ίδιος, μόνος μου, συγγνώμη, με συγχωρείτε, σπίτι, του, ο δικός μου, χέρια, όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου, εκ πείρας, από εμπειρία, κατά τη γνώμη μου, από εδώ, όπως το βλέπω εγώ, Χαρά μου!, πες μου, κατά τη γνώμη μου, και εγώ το ίδιο, συγγνώμη, παρομοίως, κι εγώ, με συγχωρείς για τα γαλλικά, σόρρυ κιόλας για τα γαλλικά, ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω, κακό που με βρήκε, μη με υπολογίζεις, άσε με ήσυχο, παράτα με, στο υπογράφω, με συγχωρείτε, συγγνώμη, συγγνώμη, βοήθεια, πες μου να ξέρω, ευχαρίστηση μου, χαρά μου, και εγώ επίσης, και εγώ το ίδιο, Παρακαλώ πολύ!, κοίταξε να δεις, κοίτα να δεις, περιμένω σύντομα νέα σου, δώσε μου ένα στοιχείο, Θυμήσου τα λόγια μου!, πίστεψέ με, μουά, φίλος μου, ευρύ κοινό, χρόνος για μένα, χρόνος για τον εαυτό μου, συγγνώμη, πατρονάρω, από μόνος μου, δωσ'μου, επίτρεψε μου, επιτρέψτε μου, ευχαρίστως, ματιά, Πώς είπατε;, Καλό, ε;, προσωπικά, έκανα λάθος, δεν πρόκειται να κάνω κτ, λοιπόν, Δες το/τον/την!, κέρασμα, κέρασμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης moi

με

(objet direct)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Pourriez-vous m'aider ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όταν τελειώσεις με τον αδερφό μου, έλα να βοηθήσεις και εμένα.

μου

(objet indirect)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Je coudrais que tu me prêtes un peu d'argent.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όποιος δανείσει χρήματα σε μένα, μπορεί να είναι σίγουρος ότι θα τα πάρει πίσω.

εσωτερικός εαυτός

nom masculin (Philosophie)

εαυτός

nom masculin (identité)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il a dévoilé son vrai moi en accomplissant ce geste de bravoure.
Έδειξε τον πραγματικό του εαυτό με αυτήν τη γενναία πράξη.

μου

pronom

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Donne-moi un coup de main, veux-tu ? Je ne peux pas soulever ça toute seule.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θύμωσες και δεν μας μιλάς!

εγώ

nom masculin (Psychologie)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Comment distinguer entre le moi et le non-moi ?

εγώ

(ψυχολογία: ο εαυτός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Presque tous les gens se mettent sur le défensive quand leur ego est menacé.

εγώ

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Je t'aime.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Εγώ είμαι ψηλότερη από την αδερφή μου.

εγώ

(intensif)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Personnellement, je ne suis pas allergique aux cacahouètes mais mes enfants le sont.
Εγώ, ο ίδιος, δεν είμαι αλλεργικός στα φιστίκια, αλλά και τα δύο παιδιά μου είναι.

έλα ντε! μακάρι να ήξερα!

(familier) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
– Qui a mangé mes gâteaux ? – Qu'est-ce que j'en sais? Je viens d'arriver.

προσωπικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Η Έλεν παρέδωσε προσωπικά την επιστολή για να εξασφαλίσει ότι θα φτάσει.

δικός μου

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Ce chapeau est le mien.
Αυτό το καπέλο είναι δικό μου.

παρομοίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

λάθος μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je vous ai marché sur le pied ? Désolé ! Pardon !

δωσ'μου

interjection (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συγγνώμη

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Excusez-moi, monsieur. Ce train va-t-il à Chattanooga ? // Excusez-moi, pouvez-vous me dire où se trouve la bibliothèque ?
Συγγνώμη, κύριε, αυτό το τρένο πηγαίνει στην Τσατανούγκα; Συγγνώμη, θα μπορούσατε να πείτε πού είναι η βιβλιοθήκη;

σπίτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κέφι

(μτφ: ανεπ: προτίμηση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ο ίδιος

pronom (en personne)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Je ne l'ai pas nettoyé moi-même. J'ai fait appel à une femme de ménage. // J'ai sorti les poubelles moi-même vu que personne d'autre ne voulait le faire.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όχι, όχι. Δεν το καθάρισα ο ίδιος. Έβαλα να το κάνει μια υπηρέτρια.

μόνος μου

adverbe

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Je préfèrerais le faire moi-même.

συγγνώμη, με συγχωρείτε

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

σπίτι

(νοικοκυριό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sa maison est toujours pleine de bruit et de bonne humeur.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το σπιτικό του είναι πάντα χαρούμενο και γεμάτο θόρυβο.

του

préposition (appartenance)

(άρθρο οριστικό: Δηλώνει ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα (ο, η, το).)
C'est une amie de mon voisin.
Είναι φίλη του γείτονά μου.

ο δικός μου

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Votre voiture est plus jolie que la mienne.
Το αυτοκίνητό σου είναι πολύ καλύτερο από το δικό μου.

χέρια

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Je l'ai fait de mes propres mains.
Το έκανα με τα ίδια μου τα χέρια.

όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Selon moi, c'était le meilleur film de l'année.
Κατά τη γνώμη μου αυτή ήταν η καλύτερη ταινία της χρονιάς.

εκ πείρας, από εμπειρία

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κατά τη γνώμη μου

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Selon moi, elle est trop jeune pour se marier et avoir des enfants.
Κατά τη γνώμη μου είναι πολύ μικρή για να παντρευτεί και να κάνει παιδιά.

από εδώ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La chambre est par ici, au bout du couloir.
Το δωμάτιο είναι από εδώ, στο τέλος του διαδρόμου. Έλα από εδώ και θα σου δείξω το καινούριο σου γραφείο.

όπως το βλέπω εγώ

adverbe (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Χαρά μου!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
- Merci de nous avoir cuisiné un si bon repas. - Tout le plaisir est pour moi.
«Σ' ευχαριστούμε που μας ετοίμασες ένα τόσο υπέροχο δείπνο!».«Χαρά μου!»

πες μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dis-moi que ce n'est pas vrai !

κατά τη γνώμη μου

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

και εγώ το ίδιο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συγγνώμη

(excuses)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pardon ! Je ne voulais pas vous bousculer.
Συγγνώμη! Δεν ήθελα να πέσω πάνω σας!

παρομοίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Η Σάρα είπε στον Τομ ότι πέρασε καλά στο ραντεβού τους και αυτός αποκρίθηκε, «και εγώ το ίδιο».

κι εγώ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu vas à sa fête ? Moi aussi ! Alors, on s'y verra.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα Σαββατοκύριακα κοιμάμαι μέχρι αργά το πρωί. - Το ίδιο κι εγώ.

με συγχωρείς για τα γαλλικά, σόρρυ κιόλας για τα γαλλικά

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ce type est une vraie ordure, si vous me passez l'expression.

ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Beryl pourrait être ma nouvelle chef : loin de moi cette idée !

κακό που με βρήκε

interjection

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai une quantité énorme de travail : pauvre de moi !

μη με υπολογίζεις

(καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Μη με υπολογίζεις! Δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσω να πληρώσω το φαγητό εκεί.

άσε με ήσυχο, παράτα με

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Arrête de m'embêter ! Laisse-moi tranquille !

στο υπογράφω

(μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Leur couple ne tiendra pas, croyez-moi : il est bien trop jeune pour elle !

με συγχωρείτε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συγγνώμη

interjection

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Excusez-moi, où se trouve la poste ?
Συγγνώμη, που είναι το ταχυδρομείο παρακαλώ;

συγγνώμη

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Excusez-moi, monsieur, mais je crois que vous vous trompez. Excusez-moi, je pensais que je vous avais déjà envoyé cette information.
Συγγνώμη, κύριε, αλλά κάνετε λάθος. Συγγνώμη! Νόμιζα πως είχα ήδη στείλει τις πληροφορίες.

βοήθεια

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

πες μου να ξέρω

interjection (plus soutenu)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si vous savez à quelle heure vous arriverez demain, faites-le-moi savoir.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μπορείς να έρθεις στο πάρτι μου; Πες μου να ξέρω!

ευχαρίστηση μου, χαρά μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
– Merci pour votre aide. – Tout le plaisir est pour moi.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Α: Ευχαριστώ για την βοήθειά σας. Β: Ευχαρίστησή μου. Α: Ευχαριστώ Β: Ευχαρίστησή μου.

και εγώ επίσης, και εγώ το ίδιο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
- Je t'aime. - Moi aussi.

Παρακαλώ πολύ!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pardon ! Je n'ai certainement pas la soixantaine !

κοίταξε να δεις, κοίτα να δεις

interjection

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Écoutez-moi bien, je vous interdis de parler ainsi à mes enfants !

περιμένω σύντομα νέα σου

interjection

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δώσε μου ένα στοιχείο

interjection

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Θυμήσου τα λόγια μου!

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πίστεψέ με

interjection

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μουά

(χιουμοριστικά: εγώ)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

φίλος μου

(άντρας)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pierre est un bon ami à moi.

ευρύ κοινό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
On voudrait nous faire croire que les célébrités ne sont pas des gens ordinaires.

χρόνος για μένα, χρόνος για τον εαυτό μου

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

συγγνώμη

(soutenu)

πατρονάρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Henry se croit au-dessus d'Imogen ; il la traite toujours avec condescendance.

από μόνος μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δωσ'μου

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επίτρεψε μου, επιτρέψτε μου

Mademoiselle, permettez-moi de vous ouvrir la porte.
Δεσποινίς, επιτρέψτε μου να ανοίξω την πόρτα.

ευχαρίστως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ματιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Πώς είπατε;

(Qu'avez-vous dit ?) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Καλό, ε;

interjection

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προσωπικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Pour ma part, j'aime la musique classique, même si ce n'est le cas d'aucun de mes amis.

έκανα λάθος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu as raison, la guerre de Sécession s'est terminée en 1865. Au temps pour moi !

δεν πρόκειται να κάνω κτ

λοιπόν

interjection (pour attirer l'attention)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Dis-moi (or: Dites-moi), tu saurais (or: vous sauriez) où je peux trouver un bon restau ?

Δες το/τον/την!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κέρασμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ça te dirait de manger au restaurant ce soir ? Je t'invite (or: C'est moi qui t'invite).

κέρασμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Θες να πάμε για ένα ποτάκι; Κερνάω εγώ!

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του moi στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.