Τι σημαίνει το milk στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης milk στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του milk στο Αγγλικά.

Η λέξη milk στο Αγγλικά σημαίνει γάλα, γάλα, γάλα, αρμέγω, αρμέγω, αφαιρώ, συλλέγω, αρμέγω, γάλα αμυγδάλου, μητρικό γάλα, σοκολατούχο γάλα, γάλα καρύδας, γάλα καρύδας σε σκόνη, ζαχαρούχο γάλα, δεν έχει νόημα να κλαις πάνω από το χυμένο γάλα, γάλα, γάλα εβαπορέ, βρεφικό γάλα φόρμουλα, γάλα φόρμουλα, πλήρες γάλα, κατσικίσιο γάλα, παγωτό με χαμηλά λιπαρά, η Γη της Επαγγελίας, η γη της επαγγελίας, γάλα χαμηλό σε λιπαρά, γάλα με χαμηλά λιπαρά, ρόφημα γάλακτος με βύνη, ρόφημα γάλακτος με βύνη, κονσέρβα γάλακτος, σοκολάτα γάλακτος, γαλακτοφόρος αγελάδα, η κότα με το χρυσό αυτό, όχημα διανομής γάλακτος, γαλατιέρα, μουστάκι, γάλα μαγνησίας, γάλα σε σκόνη, γαλακτοκομικά προϊόντα, ποσόστωση γάλακτος, ποσόστωση γάλατος, ταξίδι ρουτίνας, στερεό υπόλειμμα γάλακτος, γαϊδουράγκαθο, γαϊδουράγκαθο, γαλακτίας, γαλακτερός, μίλκσεϊκ, μητρικό γάλα, διατροφή,θρέψη, αποβουτυρωμένο γάλα σε σκόνη, παστεριωμένο γάλα, γάλα σκόνη, γάλα σε σκόνη, νωπό γάλα, γάλα ρυζιού, ημιαποβουτυρωμένο γάλα, αποβουτυρωμένο γάλα, ξινισμένο γάλα, γάλα σόγιας, χαλασμένο γάλα, ξινισμένο γάλα, πλήρες γάλα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης milk

γάλα

noun (cow's milk for food)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The children drink a lot of milk.
Τα παιδιά πίνουν πολύ γάλα.

γάλα

noun (from mother)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The baby drank his mother's milk.
Το μωρό ήπιε το γάλα της μητέρας του.

γάλα

noun (any opaque liquid)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She drank coconut milk.
Ήπιε γάλα καρύδας.

αρμέγω

transitive verb (figurative, slang (exploit) (μεταφορικά, αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boss milked his employees for every drop of energy they had.
Το αφεντικό άρμεγε από τους υπαλλήλους του κάθε σταγόνα ενέργειας που είχαν.

αρμέγω

intransitive verb (extract milk)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Farm workers till, seed, milk, and do other chores.
Οι αγρότες οργώνουν, σπέρνουν, αρμέγουν και κάνουν κι άλλες δουλειές.

αφαιρώ, συλλέγω

transitive verb (extract a liquid)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The snake handler milked the cobra of its venom.
Ο γητευτής αφαίρεσε (or: έβγαλε) από την κόμπρα το δηλητήριό της.

αρμέγω

transitive verb (draw milk from an animal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The farm boy milked the cows every morning.
Ο νεαρός αγρότης άρμεγε τις αγελάδες κάθε πρωί.

γάλα αμυγδάλου

noun (milk made from almonds)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μητρικό γάλα

noun (milk produced by human mother)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Breast milk passes immunity from many diseases from mother to child.

σοκολατούχο γάλα

noun (chocolate-flavored milk drink)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
School children drink more chocolate milk for lunch than white milk.

γάλα καρύδας

noun (liquid: from coconut)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The coconut milk, extracted from the meat of a coconut, makes wonderful curries.

γάλα καρύδας σε σκόνη

noun (product: dried coconut flesh)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ζαχαρούχο γάλα

noun (sweetened evaporated milk)

This recipe for fudge calls for one cup of condensed milk. Condensed milk is much sweeter than evaporated milk.

δεν έχει νόημα να κλαις πάνω από το χυμένο γάλα

expression (figurative (it's pointless to regret what is done) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γάλα

noun (milk from a dairy animal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γάλα εβαπορέ

noun (concentrated dairy product)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The recipe called for one cup of evaporated milk.

βρεφικό γάλα φόρμουλα, γάλα φόρμουλα

noun (liquid food for babies)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πλήρες γάλα

noun (with no cream removed)

This porridge is made with full-cream milk.

κατσικίσιο γάλα

noun (dairy product obtained from goats)

Feta is made from goat's milk.

παγωτό με χαμηλά λιπαρά

noun (frozen milk dessert)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ice milk was the low-fat ice cream of the 60's and 70's.

η Γη της Επαγγελίας

noun (Biblical: Promised Land) (Βιβλικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η γη της επαγγελίας

noun (figurative (place of prosperity and fertility) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A lot of Europeans migrated to the USA in the 19th century believing it to be a land of milk and honey.

γάλα χαμηλό σε λιπαρά, γάλα με χαμηλά λιπαρά

noun (skimmed dairy product)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Low-fat milk contains 1% milk fat.

ρόφημα γάλακτος με βύνη

noun (US (milk drink containing malted barley)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ρόφημα γάλακτος με βύνη

noun (US (type of milkshake)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
While I was in the South I stopped at an old-fashioned drugstore to get a malted milk.

κονσέρβα γάλακτος

noun (large metal container for milk)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The farmer was very upset when the dog bumped into the milk can and spilt the milk.

σοκολάτα γάλακτος

noun (confection of chocolate and milk)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A bag of crisps and a bar of milk chocolate do not constitute a healthy lunch.

γαλακτοφόρος αγελάδα

noun (dairy cow kept for milking)

If you want to live a self-sufficient lifestyle then you ought to buy a milk cow.

η κότα με το χρυσό αυτό

noun (figurative ([sth] profitable) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όχημα διανομής γάλακτος

noun (UK (dairy delivery vehicle)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γαλατιέρα

noun (container for milk)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alice filled the milk jug and put it on the table.

μουστάκι

noun (US, informal (food round mouth) (μεταφορικά: από φαγητό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lick your lip, you've got a milk moustache.

γάλα μαγνησίας

noun (milky-white solution used as laxative)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γάλα σε σκόνη

(dehydrated milk)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γαλακτοκομικά προϊόντα

plural noun (dairy produce, items made with milk)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
A vegan's diet excludes milk products.

ποσόστωση γάλακτος, ποσόστωση γάλατος

noun (restriction on milk production) (παραγωγή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταξίδι ρουτίνας

(routine trip)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στερεό υπόλειμμα γάλακτος

plural noun (dairy: curds)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γαϊδουράγκαθο

noun (flowering plant)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γαϊδουράγκαθο

noun (extract used to treat the liver)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γαλακτίας

noun (baby tooth)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γαλακτερός

adjective (cool shade of white)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μίλκσεϊκ

noun (beverage: milk and ice cream) (ρόφημα)

Would you like a milkshake with your burger and fries?
Θα ήθελες ένα μίλκσεϊκ μαζί με το χάμπουργκερ και τις πατάτες σου;

μητρικό γάλα

noun (woman's breast milk) (κυριολεκτικά)

διατροφή,θρέψη

noun (figurative (nourishment) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αποβουτυρωμένο γάλα σε σκόνη

noun (US (powdered skimmed milk)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nonfat dry milk is more tasty than skim milk.

παστεριωμένο γάλα

noun (treated milk)

Pasteurised milk is safe to drink, but micro filtering milk preserves the taste and the 'good' bacteria.

γάλα σκόνη, γάλα σε σκόνη

noun (dehydrated milk)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

νωπό γάλα

noun (unprocessed milk)

γάλα ρυζιού

noun (drinkable liquid obtained from rice)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ημιαποβουτυρωμένο γάλα

noun (half-fat dairy product)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποβουτυρωμένο γάλα

noun (low-fat dairy milk)

Drinking skim milk's like drinking white water - I prefer 2% milk.

ξινισμένο γάλα

noun (milk that has spoiled)

γάλα σόγιας

noun (liquid obtained from soybeans)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χαλασμένο γάλα, ξινισμένο γάλα

noun (milk that has gone sour)

πλήρες γάλα

noun (full-fat milk)

Whole milk is far more fattening than skimmed milk. Whole milk is too rich for me; I prefer milk with less fat.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του milk στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του milk

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.