Τι σημαίνει το mayoría στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mayoría στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mayoría στο ισπανικά.

Η λέξη mayoría στο ισπανικά σημαίνει πλειοψηφία, πλειονότητα, η πλειοψηφία, βαθμός ταγματάρχη, στην πλειοψηφία, περισσότερο από το μισό, ζυγαριά, συντριπτική πλειοψηφία, μεγαλύτερος, πλειοψηφία, ενηλικίωση, σχεδόν, δημοκρατικά, ο περισσότερος, κυρίως, πλειοψηφικά, συνήθως, συνήθως, τις περισσότερες φορές, κυρίως, ενήλικη ζωή, ενηλικίωση, απόλυτη πλειοψηφία, σιωπηλή πλειοψηφία, σιωπηρή πλειοψηφία, συναινών ενήλικος, ενηλικότητα, νόμιμη ηλικία, σχετική πλειοψηφία, τυραννία της πλειοψηφίας, κυρίαρχο ρεύμα της κοινωνίας, πλειοψηφικό σύστημα, ενηλικιώνομαι, ωριμάζω, ενηλικιώνομαι, καταψηφίζω, συντριπτικός, σχετική πλειοψηφία, απαιτούμενη από το νόμο ηλικία, στην πλειοψηφία, οι περισσότεροι, ανδροκρατούμενος, βουλή χωρίς αυτοδυναμία, οι περισσότεροι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mayoría

πλειοψηφία, πλειονότητα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A la mayoría de las personas no les importa el resto del mundo.
Η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν νοιάζονται πραγματικά για τον υπόλοιπο κόσμο.

η πλειοψηφία

nombre femenino

El Partido Laborista ganó por mayoría en las pasadas elecciones.

βαθμός ταγματάρχη

nombre femenino (rango militar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El oficial fue ascendido a mayoría por su servicio ejemplar.

στην πλειοψηφία

nombre femenino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Las mujeres solteras son mayoría en mi compañía.

περισσότερο από το μισό

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se supone que debías repartir los dulces a partes iguales, pero le diste a él la mayoría.

ζυγαριά

nombre femenino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hacia el final de la votación, la mayoría favorecía al senador de Ohio; como se predijo, ella ganó la elección.

συντριπτική πλειοψηφία

μεγαλύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ya hemos terminado la mayor parte del camino.
Έχουμε ήδη ολοκληρώσει το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής.

πλειοψηφία

locución nominal femenina (50% + 1)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El referéndum se decidió por mayoría simple.
Το δημοψήφισμα θα κρινόταν με απλή πλειοψηφία.

ενηλικίωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los delincuentes juveniles no recibieron una sentencia muy dura porque aún no habían alcanzado la mayoría de edad.

σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Casi todos ellos están en casa por la tarde.
Σχεδόν όλοι τους είναι στο σπίτι το βράδυ.

δημοκρατικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ο περισσότερος

nombre femenino

La mayoría de las flores son bonitas.
Τα περισσότερα (or: Τα πιο πολλά) λουλούδια είναι όμορφα.

κυρίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Las nubes están formadas en gran parte de agua.
Τα σύννεφα αποτελούνται κυρίως από νερό.

πλειοψηφικά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Salió elegido por mayoría simple.

συνήθως

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La mayoría de las veces, esas prendas vienen de China.

συνήθως

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La mayoría de las veces, apenas puedo entender lo que dice.
Συνήθως καταλαβαίνω με το ζόρι τι λέει.

τις περισσότερες φορές

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La mayoría de las veces llegaba tarde, por eso me sorprendió verlo tan temprano.

κυρίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Las víctimas eran, sobre todo, mujeres y niños.
Τα θύματα ήταν κυρίως γυναίκες και παιδιά.

ενήλικη ζωή

(personas)

Por desgracia su segundo hijo nunca llegó a la edad adulta.

ενηλικίωση

(διαδικασία: αντρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La ceremonia religiosa inició a los niños en la edad adulta.

απόλυτη πλειοψηφία

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ganó por mayoría absoluta.

σιωπηλή πλειοψηφία, σιωπηρή πλειοψηφία

nombre femenino

La mayoría silenciosa no tiene agenda, bases ni finalidad común.

συναινών ενήλικος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ενηλικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νόμιμη ηλικία

El gobierno debería considerar aumentar la mayoría de edad para manejar de los 17 a los 18.

σχετική πλειοψηφία

locución nominal femenina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La mayoría absoluta es aquella que requiere más del 50 % de los votos. Y la mayoría simple es aquella que tiene simplemente mayor cantidad de votos.

τυραννία της πλειοψηφίας

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La Carta de Derechos de los Estados Unidos se escribió para proteger a los ciudadanos de la tiranía de la mayoría.

κυρίαρχο ρεύμα της κοινωνίας

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Su conducta le mereció el desprecio de la mayoría de la sociedad de la época.

πλειοψηφικό σύστημα

(εκλογές)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ενηλικιώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Muchas culturas tienen rituales para celebrar el momento en que los jóvenes llegan a la mayoría de edad.

ωριμάζω, ενηλικιώνομαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Muchos chicos hoy en día están muy apurados por llegar a la mayoría de edad.
Κάποια ζώα της φάρμας κάνουν έως και τρία χρόνια για να ενηλικιωθούν.

καταψηφίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La propuesta fue rechazada por el voto de la mayoría.

συντριπτικός

locución adjetiva (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La gran mayoría votó no.

σχετική πλειοψηφία

locución nominal femenina

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

απαιτούμενη από το νόμο ηλικία

(tener)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La ley de los Estados Unidos dice que sólo aquellos que tengan la mayoría de edad pueden comprar cigarrillos.

στην πλειοψηφία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οι περισσότεροι

nombre femenino

La mayoría no lee los diarios, pero consiguen información de internet. Él posee más coches que la mayoría.
Οι πιο πολλοί δεν διαβάζουν εφημερίδα, αλλά ενημερώνονται από το διαδίκτυο. Έχει περισσότερα αυτοκίνητα από τους περισσότερους.

ανδροκρατούμενος

locución adjetiva (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βουλή χωρίς αυτοδυναμία

locución nominal masculina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οι περισσότεροι

nombre femenino

La mayoría está a favor de la propuesta.
Οι περισσότεροι (or: Οι πιο πολλοί) είναι υπέρ της πρότασης.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mayoría στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.