Τι σημαίνει το lutter στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lutter στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lutter στο Γαλλικά.
Η λέξη lutter στο Γαλλικά σημαίνει παλεύω, παλεύω, αγωνίζομαι, ασχολούμαι με την πάλη, είμαι παλαιστής, παλεύω, μάχομαι, παλεύω, αγωνίζομαι, μάχομαι, παλεύω, δύναμη, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω, αντιμετωπίζω, αγώνας για την επιβίωση, παλεύω με κτ, εργάζομαι σκληρά ενάντια σε κτ, σφίγγω τα λουριά, αντιστέκομαι σε κπ/κτ, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω, παλεύω με κπ, παλεύω, αγωνίζομαι, σφίγγω τα λουριά, διαγωνίζομαι με κπ για κτ, καταπολεμώ, κάνω εκστρατεία, κάνω καμπάνια, αναγκάζω, υποχρεώνω, πολεμάω, πολεμώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lutter
παλεύωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mark a lutté pour essayer d'échapper à ses ravisseurs. |
παλεύω, αγωνίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ils se sont battus pour empêcher la fermeture de l'école. |
ασχολούμαι με την πάλη, είμαι παλαιστής(sport) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Έκανα πάλη στο λύκειο αλλά όχι και στο κολέγιο. |
παλεύω, μάχομαι(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Renoir a lutté contre une arthrite rhumatoïde grave durant les vingt-cinq dernières années de sa vie. |
παλεύω, αγωνίζομαι, μάχομαι(figuré) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les minorités se sont battues pour l'égalité des droits. Οι μειονότητες έχουν παλέψει (or: αγωνιστεί) για ίσα δικαιώματα. |
παλεύω(μτφ: με/ενάντια σε κπ/κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle a lutté contre le gouvernement et a gagné. Αγωνίστηκε κατά της κυβέρνησης και νίκησε. |
δύναμη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il n'avait plus l'envie de se battre. |
παλεύω, αγωνίζομαι(figuré) (για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tu dois te battre pour tes droits. |
παλεύω, αγωνίζομαι(figuré) (ενάντια σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il s'est battu contre la nouvelle réglementation. |
παλεύω(une maladie) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il s'est battu contre le cancer pendant sept ans. |
αντιμετωπίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Για τον Σκοτ ήταν αδύνατον να αντιμετωπίσει τη χιονοθύελλα. |
αγώνας για την επιβίωσηlocution verbale (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παλεύω με κτ
Il a lutté des années contre un cancer des poumons avant de succomber. |
εργάζομαι σκληρά ενάντια σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nous devons continuer à lutter contre cette discrimination. |
σφίγγω τα λουριά(un excès, l'inflation) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η πόλη σφίγγει τα λουριά απέναντι στη βία των συμμοριών. |
αντιστέκομαι σε κπ/κτverbe transitif indirect Nous devons lutter contre le racisme. |
παλεύω, αγωνίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il avait toujours lutté contre la maladie. |
παλεύω(μεταφορικά: με κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous devons faire face à un énorme trou dans le budget. Παλεύουμε με ένα αρκετά καταστροφικό έλλειμμα στον προϋπολογισμό. |
παλεύω με κπ(figuré) Horace se battit avec son adversaire dans le ring. Ο Οράτιος πάλευε με τον αντίπαλό του στο ρινγκ. Οι αστυνομικοί πάλεψαν με τους διαδηλωτές για να τους κρατήσουν πίσω από το εμπόδιο. |
παλεύω, αγωνίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le lutteur se battait avec son adversaire. |
σφίγγω τα λουριά(à un excès, l'inflation) (καθομ, μτφ: με γενική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διαγωνίζομαι με κπ για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Des centaines de candidats se battent pour 30 sièges à l'assemblée. |
καταπολεμώ(une maladie, infection) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les médecins se sont rendu compte que pour lutter contre une sinusite, les médicaments seuls ne suffisaient pas. Οι γιατροί συνειδητοποιούν ότι η φαρμακευτική αγωγή από μόνη της δεν φτάνει για να καταπολεμηθεί επιτυχώς η ιγμορίτιδα. |
κάνω εκστρατεία, κάνω καμπάνια(figuré) |
αναγκάζω, υποχρεώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les policiers ont lutté contre l'homme et l'ont mis à terre. Οι αστυνομικοί έκαναν με τη βία να πέσει στο έδαφος. |
πολεμάω, πολεμώ(figuré : résister) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il lutte contre le cancer. Αγωνίζεται κατά του καρκίνου. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lutter στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του lutter
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.