Τι σημαίνει το loved στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης loved στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του loved στο Αγγλικά.

Η λέξη loved στο Αγγλικά σημαίνει αγαπημένος, αγάπη, αγάπη, αγαπάω, αγαπώ, λατρεύω, αγαπάω, αγαπάω, αγαπώ, λατρεύω, αγάπη, αγάπη, αγάπη μου, έρωτας, αγάπες, αγαπούλες, αγάπη, μηδέν, αγάπη, αγαπάω, αγαπώ, κάνω έρωτα, πιο αγαπημένος, αγαπημένο πρόσωπο, φτιαγμένος, πολυαγαπημένος, οι αγαπημένοι, αγαπητός, δημοφιλής, πολυχρησιμοποιημένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης loved

αγαπημένος

adjective (cherished)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
When both of her sons give her flowers for Mother's Day, she felt loved.
Όταν και οι δύο γιοι της της προσέφεραν λουλούδια για τη γιορτή της μητέρας ένιωσε ότι την αγαπούν.

αγάπη

noun (uncountable (affection)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Love is perhaps the most important human emotion.
Η αγάπη είναι ίσως το πιο σημαντικό συναίσθημα του ανθρώπου.

αγάπη

noun (uncountable (romantic feelings)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You could see her love for him in her eyes.
Μπορούσες να δεις την αγάπη της για αυτόν στα μάτια της.

αγαπάω, αγαπώ

transitive verb (feel affection)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Of course I love my mother.
Φυσικά και αγαπάω τη μητέρα μου.

λατρεύω

transitive verb (be fond of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I love Jane. She's always such fun to be with!
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτή η καινούρια σου φίλη είναι πολύ γλυκιά. Την αγαπώ!

αγαπάω

transitive verb (like strongly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I love basketball.
Λατρεύω το μπάσκετ.

αγαπάω, αγαπώ

transitive verb (have romantic feelings for)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You can tell that she loves her boyfriend by the look on her face.
Φαίνεται ότι αγαπάει τον σύντροφό της από την έκφραση του προσώπου της.

λατρεύω

verbal expression (activity: enjoy) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I love jogging in the park when the weather is warm.
Λατρεύω να τρέχω στο πάρκο όταν ο καιρός είναι ζεστός.

αγάπη

noun (lover)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She was my first love.
Ήταν ο πρώτος μου έρωτας.

αγάπη, αγάπη μου

interjection (informal (affectionate term)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Can you give me the remote control, please, love?
Αγάπη (or: Αγάπη μου), μπορείς να μου δώσεις το τηλεκοντρόλ;

έρωτας

noun (passion)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
His love made her feel so good.
Ο έρωτάς του γι' αυτήν την έκανε να νιώθει πολύ ωραία.

αγάπες, αγαπούλες

noun (slang (sexual gratification) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He was in a good mood. His wife probably gave him some love the night before.
Είχε καλή διάθεση. Μάλλον η γυναίκα του τού έκανε αγάπες το προηγούμενο βράδυ.

αγάπη

noun (strong liking) (για κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His love for basketball was apparent to everybody.
Η αγάπη του για το μπάσκετ ήταν φανερή σε όλους.

μηδέν

noun (tennis score: zero)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The score is now thirty-love.
Το σκορ είναι τώρα τριάντα-μηδέν.

αγάπη

noun ([sth] loved, interest)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ballet was her first love.
Το μπαλέτο ήταν η πρώτη της αγάπη.

αγαπάω, αγαπώ

intransitive verb (have deep affection)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She just loves too much.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι άνθρωπος που αγαπάει πολύ.

κάνω έρωτα

transitive verb (slang (have sex) (καθομ: σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I want you to love me passionately tonight, baby.
Θέλω να μου κάνεις παθιασμένο έρωτα σήμερα, μωρό μου.

πιο αγαπημένος

adjective (most cherished)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
She is one of the country's best-loved sportswomen.

αγαπημένο πρόσωπο

noun (often plural (close family member or friend)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The loss of a loved one is hard to bear.

φτιαγμένος

adjective (UK, slang (high on amphetamines) (αργκό, μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

πολυαγαπημένος

adjective (loved by many people)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Uncle Bob was a much-loved member of the family.

οι αγαπημένοι

plural noun (our friends and family)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Our loved ones will return from Afghanistan next week.

αγαπητός, δημοφιλής

adjective (liked by many people)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολυχρησιμοποιημένος

adjective (used for a long time)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του loved στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του loved

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.