Τι σημαίνει το jeté στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης jeté στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του jeté στο Γαλλικά.
Η λέξη jeté στο Γαλλικά σημαίνει ρίχνω, πετάω, πετώ, ρίχνω, ρίχνω, πετάω, πετάω, ξεφορτώνομαι, πετάω, πετώ, πετώ, πετάω, ξεφορτώνομαι, πετάω, πετώ, πετάω, πετάω, πετώ, πετάω, πετώ, πετάω, πετώ, πετάω, πετώ, ξεφορτώνομαι, απομακρύνω,διώχνω, πετάω, πετώ, εκσφενδονίζω, πετάω στα σκουπίδια, πετάω, πετώ, πετάω, πετώ, πετάω, πετάω, πετώ, ρίχνω, ρίχνω, πετάω, πετώ, κουβέρτα, λαβή, που τον έχουν πετάξει, που έχει απορριφθεί, πεταμένος, που έχει πεταχτεί στα σκουπίδια, ζετέ, πλεχτή κουβέρτα, που τον έχουν πετάξει, πεταμένος, πετάω κτ σε κπ, πετάω κτ σε κπ, πετάω κτ σε κπ/κτ, ρίχνω κπ/κτ έξω από κτ, πετάω κπ/κτ έξω από κτ, τα παρατάω, ρίχνω μια ματιά, πετάω, πετώ, ρίχνω, αφορίζω, αναθεματίζω, ρίχνω, συμπλοκή, επιτίθεμαι σε κπ, κατεβάζω, καχυποψία, καταριέμαι, αρπάζω, ρίχνω, αναθεματίζω, επιτίθεμαι σε κτ/κπ, ευτελής, κατώτερος, παρακατιανός, υποδεέστερος, ανάξιος, τιποτένιος, ΜΗΝ ΠΕΤΑΤΕ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ, ματιά, προκαταρκτική εργασία, άχρηστο χαρτί, εκκαθάριση, λεφτά για πέταμα, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω λάδι στην φωτιά, ο πρώτος που θα κατηγορήσει, έχω βλέψεις για κτ, ρίχνω μια ματιά, το τολμάω, ρίχνω μια ματιά, κάνω μάγια, πάω χαμένος, ρίχνω κλεφτή ματιά σε κάποιον, παραδέχομαι την ήττα μου, γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμα, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω κπ στο στόμα του λύκου, περπατάω στη σανίδα, χαλάω, επισκιάζω, αποφεύγω να συζητώ κτ, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια ματιά, γρήγορος έλεγχος, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, ρίχνω μια ματιά, χιμώ, χυμώ, ορμώ, με πετάνε έξω, κρυφοκοιτάω, κρυφοκοιτάζω, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, ξεπροβάλλω, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, ρίχνω μια κλεφτή ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, κοιτάζω από μέσα, πετάω, ρίχνω, κάνω ξόρκι, κάνω μάγια, μαγεύω, πετάω, ρίχνω κτ κάτω, αγκυροβολώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης jeté
ρίχνω, πετάω, πετώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Andie jeta (or: lança) le filet dans l'eau. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έριξε (or: Πέταξε) το δίχτυ σε μεγάλη έκταση. |
ρίχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a été projeté à terre lorsque l'autre skieur l'a percuté. |
ρίχνω, πετάω(un ballon, une balle,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dépêche-toi et lance la balle ! Βιάσου και ρίξε την μπάλα! |
πετάω, ξεφορτώνομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Après l'enterrement, nous avions plein d'affaires que nous avons dû jeter. Μετά την κηδεία έχουμε να πετάξουμε ένα κάρο πράγματα από το σπίτι. |
πετάω, πετώ(στα σκουπίδια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On a jeté de vieux habits. Πετάξαμε κάποια παλιά ρούχα. |
πετώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάω, ξεφορτώνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai dû jeter beaucoup de vieux livres dont personne ne voulait. Αναγκάστηκα να πετάξω πολλά παλιά βιβλία που δεν τα ήθελε κανείς. |
πετάω, πετώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάωverbe transitif (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάω, πετώ(στα σκουπίδια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Angela a jeté son vieux frigo quand elle a reçu le nouveau. Η Άντζελα πέταξε το παλιό της ψυγείο όταν πήρε καινούριο. |
πετάω, πετώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάω, πετώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kate a décidé qu'il était temps de jeter ses vieilles chaussures de course et de s'en acheter des neuves. Η Κέιτ αποφάσισε ότι ήταν καιρός να πετάξει τα παλιά της αθλητικά παπούτσια και να πάρει καινούρια. |
πετάω, πετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si j'étais toi, je jetterais ces vieilles chaussures : elles commencent à empester. Αν ήμουν εσύ, θα πετούσα αυτά τα παλιά παπούτσια. Αρχίζουν να μυρίζουν. |
ξεφορτώνομαι(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon sac était trop lourd alors j'ai jeté certaines provisions. Το σακίδιό μου ήταν πολύ βαρύ, έτσι ξεφορτώθηκα κάποιες προμήθειες. |
απομακρύνω,διώχνω(familier) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Οι φρουροί απομάκρυναν τον τύπο που έμπλεξε σε καυγά. |
πετάω, πετώverbe transitif (στα σκουπίδια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) - Tu penses que ce lait est encore bon ? - Non, tu ferais mieux de le jeter. Πιστεύεις ότι αυτό το γάλα είναι ακόμη καλό; Όχι, καλύτερα να το πετάξεις. |
εκσφενδονίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jake a perdu son calme et a commencé à jeter des assiettes contre le mur. Ο Τζέικ έχασε την ψυχραιμία του και άρχισε να πετά πιάτα στον τοίχο. |
πετάω στα σκουπίδιαverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Helen a jeté ses vieilles baskets à la poubelle car elles étaient trouées. |
πετάω, πετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je déteste ce vase moche ; on devrait le jeter (or: jeter à la poubelle) je trouve. |
πετάω, πετώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάω(familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vincent a balancé son vieux vélo et s'en est acheté un nouveau. |
πετάω, πετώ, ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le jeune garçon jeta une boule de neige sur son professeur. Το αγόρι πέταξε μια χιονόμπαλα στον δάσκαλό του. |
ρίχνω, πετάω, πετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jacob a lancé la balle à Pippa. Ο Τζέικομπ πέταξε την μπάλα στην Πίπα. |
κουβέρτα(de lit, de canapé) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a un jeté près du canapé dont tu peux te couvrir si tu as froid. |
λαβήnom masculin (Judo, Catch) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'adversaire de catch atterrit lourdement après le jeté. |
που τον έχουν πετάξειadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La vieille peluche a été jetée comme une vieille chaussette. |
που έχει απορριφθείadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La vieille peluche a été jetée comme une vieille chaussette. |
πεταμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
που έχει πεταχτεί στα σκουπίδιαadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ζετέnom masculin (tricot) (ζαργκόν: πλέξιμο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
πλεχτή κουβέρταnom masculin (couverture) |
που τον έχουν πετάξει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πεταμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
πετάω κτ σε κπ(un ballon, une balle,...) Steve a lancé les clefs à Janet pour qu'elle puisse déverrouiller la porte. |
πετάω κτ σε κπ(un ballon, une balle,...) Lance-moi cette serviette, veux-tu ? |
πετάω κτ σε κπ/κτ
Johnny s'est fait gronder pour avoir jeté un livre sur son frère. |
ρίχνω κπ/κτ έξω από κτ, πετάω κπ/κτ έξω από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les passagers du train ne doivent pas jeter des ordures par la fenêtre. |
τα παρατάω(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je suis trop fatigué pour continuer, j'abandonne. |
ρίχνω μια ματιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) - Je peux vous aider ? - Non, non, je ne fais que regarder. «Μπορώ να σας βοηθήσω με κάτι;» «Όχι, ευχαριστώ. Απλά χαζεύω.» |
πετάω, πετώ, ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan a lancé violemment l'ordinateur brisé dans les escaliers. Ο Νταν εκσφενδόνισε θυμωμένα τον χαλασμένο υπολογιστή στις σκάλες. |
αφορίζω, αναθεματίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμπλοκή(figuré) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιτίθεμαι σε κπ
Un des hommes a attaqué Ed avec un couteau. |
κατεβάζω(figuré, familier) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai sifflé un shot de whisky et en ai commandé un autre. |
καχυποψία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La corruption très répandue a jeté le discrédit sur le gouvernement auprès du peuple. |
καταριέμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dans les contes, les sorcières maudissent toujours les gens. Οι μάγισσες στα παραμύθια πάντα καταριούνται διάφορους ανθρώπους. |
αρπάζω(une occasion) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le danseur a saisi l'occasion d'auditionner pour le Ballet royal. |
ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce cheval noir désarçonne quiconque essaie de le monter. |
αναθεματίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιτίθεμαι σε κτ/κπ
|
ευτελής, κατώτερος, παρακατιανός, υποδεέστερος, ανάξιος, τιποτένιοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ΜΗΝ ΠΕΤΑΤΕ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ(panneau) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ματιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le coup d’œil d'Henry par la porte lui montra que les enfants dormaient. Η ματιά που έριξε ο Χένρυ από την πόρτα του αποκάλυψε πως τα παιδιά κοιμόντουσαν. |
προκαταρκτική εργασία
|
άχρηστο χαρτίnom masculin pluriel (συχνά πληθυντικός) |
εκκαθάριση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λεφτά για πέταμα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les gadgets de cuisine coûteux sont biens pour ceux qui ont de l'argent à ne plus savoir qu'en faire. |
ρίχνω μια ματιάlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ρίχνω λάδι στην φωτιάlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Crier après des élèves en colère ne peut que jeter (or: mettre) de l'huile sur le feu. |
ο πρώτος που θα κατηγορήσειlocution verbale (figuré) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έχω βλέψεις για κτlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai jeté mon dévolu sur un écran plat pour mon anniversaire cette année. |
ρίχνω μια ματιάlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai une envie folle de jeter un œil à mes cadeaux (or: jeter un coup d'œil à mes cadeaux), mais je vais patienter jusqu'à Noël. |
το τολμάω(figuré) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Allez, je me jette à l'eau : je me fais faire un tatouage ! Επιτέλους αποφάσισα να το τολμήσω. Θα κάνω τατουάζ! |
ρίχνω μια ματιά(σε κτ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Avant que les invités n'arrivent, elle a jeté un coup d'œil à la table pour être sûr que tout était en place. |
κάνω μάγιαlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La sorcière a jeté un sort et le méchant garçon n'a plus jamais tiré la queue des chats. |
πάω χαμένος(figuré : argent,...) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Beaucoup d'investisseurs ont vu toutes leurs économies partir en fumée. |
ρίχνω κλεφτή ματιά σε κάποιον
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παραδέχομαι την ήττα μουlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il me semble difficile de gagner ce jeu mais pour l'instant, pas question de jeter l'éponge si tôt. |
γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le sénateur a essayé de réduire l'écart entre les deux versions de la proposition de loi. |
ρίχνω μια ματιά(figuré) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ces photos de famille sont géniales ! Jette un œil ! Οι συγκεκριμένες οικογενειακές φωτογραφίες είναι τέλειες. Ρίξε μια ματιά. |
ρίχνω μια ματιάlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il y a une vente à cette galerie : et si on y jetait un coup d'œil ? Αυτή η γκαλερί έχει εκπτώσεις, θέλεις να ρίξουμε μια ματιά; |
ρίχνω κπ στο στόμα του λύκουlocution verbale (figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περπατάω στη σανίδαverbe pronominal (πλοίο: κυριολεκτικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χαλάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επισκιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποφεύγω να συζητώ κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ρίχνω μια ματιά
|
ρίχνω μια ματιά
|
γρήγορος έλεγχος
|
ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά(σε κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ρίχνω μια ματιάlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χιμώ, χυμώ, ορμώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle s'est soudain jetée en avant, cherchant à m'étrangler. |
με πετάνε έξωverbe pronominal (fig, fam) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Τον πέταξαν έξω από το κλαμπ γιατί έβρισε άσχημα τους πορτιέρηδες. |
κρυφοκοιτάω, κρυφοκοιτάζωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ρίχνω μια γρήγορη ματιάlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεπροβάλλωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ρίχνω μια γρήγορη ματιάlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Arrête de guigner par le trou de la serrure du vestiaire des filles, tu vas te faire attraper par le prof de gym. |
ρίχνω μια κλεφτή ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιάlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'acteur jeta un coup d’œil à la salle de derrière le rideau pour voir combien il y avait de spectateurs. Ο ηθοποιός κρυφοκοίταξε από την κουρτίνα, για να δει πόσος κόσμος μαζεύτηκε στο αμφιθέατρο. |
ρίχνω μια γρήγορη ματιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοιτάζω από μέσαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πετάω, ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Comme l'avion perdait de l'altitude, l'équipage a jeté une partie de la cargaison par-dessus bord. |
κάνω ξόρκι, κάνω μάγια, μαγεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La sorcière a jeté un sort à l'homme, qui s'est alors transformé en crapaud. |
πετάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρίχνω κτ κάτω
Le joueur de tennis a jeté sa raquette par terre avec rage quand il a perdu le match. |
αγκυροβολώ(Nautique) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le navire a jeté l'ancre à Port Arthur. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του jeté στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του jeté
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.