Τι σημαίνει το intorno στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης intorno στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του intorno στο Ιταλικό.

Η λέξη intorno στο Ιταλικό σημαίνει σε τροχιά, σε κύκλο, τριγύρω, γύρω, τριγύρω, γύρω, τριγύρω, ολόγυρα, γύρω, ολόγυρα, γύρω από, τριγύρω από, γύρω από, τριγύρω από, γύρω από, γύρω από, τριγύρω από, γύρω σε, γύρω, τριγύρω, περιφέρομαι, αφορώ, πάω γύρω, περνάω γύρω, δίπλα στον τάφο, δίπλα στην αποβάθρα, υπεκφυγή, δε μασάω τα λόγια μου, είμαι σε τροχιά γύρω από τη γη, μαζεύομαι γύρω από, περιστρέφομαι, γυρίζω, πετώ βουίζοντας, παρακάμπτω, δίπλα στην αποβάθρα, γύρω, κατά, κοντά, τον γύρο του κόσμου, περιστρέφομαι γύρω από κπ/κτ, έλκομαι, πετώ βουίζοντας γύρω από κτ, αναφέρομαι εμμέσως σε κτ, κυκλώνω, συσπειρώνομαι γύρω από κπ, πνίγω, περιστρέφομαι γύρω από κπ/κτ, γύρω από, φέρνω γύρω γύρω, λέω απ' έξω απ' έξω, περιστρέφομαι γύρω από κπ/κτ, περιστρέφομαι γύρω από κτ, κάνω κύκλους γύρω από κτ/κπ, περιστρέφομαι γύρω από κτ, περιβάλλω με πυκνούς θάμνους, τυλίγω κτ γύρω από κτ, περιτυλίγω κτ γύρω από κτ, βρίσκω στεφάνη, βρίσκω στεφάνι, παρακάμπτω, απλώνω, γύρω, τριγύρω, κάνω παράκαμψη, κάνω το γύρο, κάνω τον κύκλο, αποφεύγω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης intorno

σε τροχιά, σε κύκλο

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La folla guardava con eccitazione le automobili che correvano intorno.

τριγύρω

(σε κύκλο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il cane correva in cerchio, tentando di prendersi la coda.
Ο σκύλος έτρεχε γύρω γύρω προσπαθώντας να πιάσει την ουρά του.

γύρω, τριγύρω

avverbio (προς κάθε κατεύθυνση)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Guardati attorno e prendi nota di tutto quello che vedi.
Κοίτα γύρω (or: τριγύρω) και σημείωσε ό,τι βλέπεις.

γύρω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La terra ruota attorno al proprio asse.
Η γη γυρίζει γύρω από τον άξονά της.

τριγύρω, ολόγυρα

avverbio (σε κάθε πλευρά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
È una bella casa con alberi tutto attorno.
Είναι ένα όμορφο σπίτι με δέντρα γύρω γύρω.

γύρω

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La strada gira attorno all'orto.

ολόγυρα

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Era seduta alla scrivania, libri sparsi tutto attorno.
Καθόταν στο γραφείο της με βιβλία πεταμένα τριγύρω.

γύρω από, τριγύρω από

preposizione o locuzione preposizionale

Hanno messo un recinto attorno alla piscina.
Έβαλαν φράχτη γύρω από την πισίνα.

γύρω από, τριγύρω από

preposizione o locuzione preposizionale

Stavano seduti attorno alla tavola domandandosi che cosa fare.
Κάθισαν γύρω από το τραπέζι κι αναρωτιόνταν τι θα έκαναν στη συνέχεια.

γύρω από

preposizione o locuzione preposizionale

Metti la cintura attorno alla vita e poi allacciala.
Βάλε τη ζώνη στη μέση σου και κούμπωσέ την.

γύρω από, τριγύρω από

preposizione o locuzione preposizionale

C'erano strade che partivano tutto attorno alla casa.

γύρω σε

preposizione o locuzione preposizionale (orari) (περίπου: χρόνος)

Ci vediamo verso le tre.
Θα τα πούμε κατά τις τρεις.

γύρω, τριγύρω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il borseggiatore si è guardato tutt'intorno per assicurarsi di non essere visto.

περιφέρομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sono stati arrestati dalla polizia quattro giovani visti a gironzolare nei pressi del luogo del fatto.
Τέσσερα νεαρά άτομα που εθεάθησαν να περιφέρονται στην περιοχή όπου έγινε το περιστατικό συνελήφθησαν από την αστυνομία.

αφορώ

preposizione o locuzione preposizionale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sono andato in biblioteca per cercare un libro sugli insetti.
Πήγα στη βιβλιοθήκη να βρω ένα βιβλίο για τα έντομα.

πάω γύρω, περνάω γύρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

Ero diventato talmente grasso che non c'era una sola cintura che mi cingesse la vita.
Είχα παχύνει τόσο πολύ που καμιά ζώνη δεν πέρναγε γύρω από τη μέση μου.

δίπλα στον τάφο

locuzione avverbiale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δίπλα στην αποβάθρα

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

υπεκφυγή

(figurato)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Smettila di menare il can per l'aia: sto perdendo la pazienza. Dì semplicemente "sì" o "no"!

δε μασάω τα λόγια μου

(figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quell'uomo non usa giri di parole: dirà esattamente quello che pensa.

είμαι σε τροχιά γύρω από τη γη

verbo intransitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I satelliti orbitano intorno alla terra. La Luna orbita intorno alla Terra.

μαζεύομαι γύρω από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Durante l'ora di storia gli studenti si radunavano attorno al loro insegnante e ascoltavano con attenzione.

περιστρέφομαι, γυρίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il bebè vide il coperchio roteare e rise. // Ciascuno dei cavalli accuratamente dipinti divenne visibile mentre la giostra girava.
Το μωρό έβλεπε την κορυφή να γυρνάει και γελούσε.

πετώ βουίζοντας

verbo intransitivo

παρακάμπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il camionista ha aggirato i paesi per arrivare prima.
Ο οδηγός του φορτηγού παρέκαμψε τις μικρές πόλεις για φτάσει πιο γρήγορα.

δίπλα στην αποβάθρα

locuzione aggettivale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γύρω, κατά, κοντά

(temporale) (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'incidente è avvenuto verso le dieci.
Το ατύχημα συνέβη περίπου στις δέκα η ώρα.

τον γύρο του κόσμου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La nave di Ferdinando Magellano navigò intorno al mondo nel XVI secolo.
Το πλοίο του Φερδινάνδου Μαγγελάνου έκανε τον γύρο του κόσμου τη δεκαετία του 1500.

περιστρέφομαι γύρω από κπ/κτ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La Terra ruota intorno al sole.
Η γη περιφέρεται γύρω από τον ήλιο.

έλκομαι

verbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Molte persone gravitano intorno a Chris per il suo carisma.

πετώ βουίζοντας γύρω από κτ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναφέρομαι εμμέσως σε κτ

(figurato: argomenti)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κυκλώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συσπειρώνομαι γύρω από κπ

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (figurato: sostenere)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tutti si strinsero attorno al sindaco in quel momento di crisi.

πνίγω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dentro la stanzetta gli sembrava che i muri gli si stringessero intorno.
Μέσα στο μικρό δωμάτιο, ένιωθε σαν να τον έπνιγαν οι τοίχοι.

περιστρέφομαι γύρω από κπ/κτ

(figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γύρω από

preposizione o locuzione preposizionale

Si legò la cintura intorno alla vita.
Έδεσε τη ζώνη γύρω από τη μέση του.

φέρνω γύρω γύρω, λέω απ' έξω απ' έξω

verbo intransitivo (figurato: argomento)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Stufo di girare intorno all'argomento, il suo capo arrivò al punto e lo licenziò.

περιστρέφομαι γύρω από κπ/κτ

(figurato) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Edwin pensa che il mondo giri intorno a lui.
Ο Έντγουιν θεωρεί ότι ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από αυτόν.

περιστρέφομαι γύρω από κτ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La Terra gira intorno al suo asse.
Η γη γυρίζει γύρω από τον άξονά της.

κάνω κύκλους γύρω από κτ/κπ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un falco ruotava intorno al boschetto.
Ένα γεράκι έκανε κύκλους πάνω από τον οπωρώνα με τα δέντρα.

περιστρέφομαι γύρω από κτ

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il satellite orbita intorno alla terra.

περιβάλλω με πυκνούς θάμνους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La contadina sta piantando delle siepi intorno ai suoi campi.

τυλίγω κτ γύρω από κτ, περιτυλίγω κτ γύρω από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si avvolse la lunga sciarpa intorno al collo.
Τύλιξε το μακρύ κασκόλ γύρω από το λαιμό της.

βρίσκω στεφάνη, βρίσκω στεφάνι

(basket: anello) (μπάσκετ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La palla girò intorno al cesto.
Η μπάλα βρήκε το στεφάνι της μπασκέτας.

παρακάμπτω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La radio diceva che c'era traffico intenso in centro, perciò abbiamo deciso di girare intorno alla città anziché attraversarla.
Στο ραδιόφωνο ανακοινώθηκε ότι έχει πολλή κίνηση κι έτσι παρακάμψαμε την πόλη.

απλώνω

(σε κάτι ή πάνω σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Άπλωσε το πουκάμισο πάνω στη σιδερώστρα.

γύρω, τριγύρω

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Stavano sparando tutto intorno a noi.

κάνω παράκαμψη

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se fai questa strada, ti toccherà passare fuori da Glasgow.

κάνω το γύρο, κάνω τον κύκλο

verbo intransitivo (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un pick-up marrone sta girando intorno all'isolato da quindici minuti.

αποφεύγω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του intorno στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.