Τι σημαίνει το insistir στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης insistir στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του insistir στο ισπανικά.

Η λέξη insistir στο ισπανικά σημαίνει επιμένω, επιμένω, συνεχίζω, το παρακάνω με, ανένδοτος, ανυποχώρητος, αμετακίνητος, επιμένω, πιέζω, επαναλαμβάνω, επιμένω ότι/πώς, επιμένω σε κτ, εμμένω σε κτ, επιμένω να κάνω κτ, επιμένω, εμμένω, επιμένω, επιμένω σε κτ, επιμένω ότι/πώς, εμμένω σε κτ, οφείλω να τονίσω, επιμένω σε μικροπράγματα, δουλεύω ασταμάτητα πάνω σε κτ, εργάζομαι ασταμάτητα πάνω σε κτ, παρακινώ, πιέζω κπ να κάνει κτ, προσπαθώ να κάνω κτ, -, γκρινιάζω σε κπ, επιμένω, συνεχίζω, λέω τα ίδια και τα ίδια για κτ, τονίζω κτ σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης insistir

επιμένω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No quiero ir a la fiesta pero ella insiste.
Δε θέλω να πάω στο πάρτυ, αλλά επιμένει.

επιμένω

(σε λόγο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"Tengo que ir contigo" insistió.
«Πρέπει να έρθω μαζί σου», είπε αποφασιστικά.

συνεχίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

το παρακάνω με

verbo transitivo (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανένδοτος, ανυποχώρητος, αμετακίνητος

(σε κάτι, ως προς κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El político insistió en que se aprobara la ley.
Ο πολιτικός ήταν ανένδοτος ως προς το να περάσει ο νόμος.

επιμένω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Generalmente obtengo lo que quiero si le insisto lo suficiente.
Συνήθως μου κάνει το χατίρι αν επιμείνω αρκετά.

πιέζω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando el testigo evitó la pregunta, el fiscal insistió para conseguir una respuesta.
Όταν απέφυγε να απαντήσει ο μάρτυρας, ο ανακριτής επέμεινε να πάρει απάντηση.

επαναλαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
William repitió los pasos de baile una y otra vez, hasta que se los supo a la perfección.
Ο Γουίλιαμ επανέλαβε τα βήματα της χορογραφίας ξανά και ξανά, μέχρι που τα έμαθε τέλεια.

επιμένω ότι/πώς

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Luce muy pálida, pero insiste en que está bien.

επιμένω σε κτ, εμμένω σε κτ

(σε απαίτηση για κτ)

Los huelguistas están insistiendo en salarios más altos.
Οι απεργοί απαιτούν υψηλότερους μισθούς.

επιμένω να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Insistía en hacer las cosas a su manera, a pesar de mis quejas.
Παρά τα παράπονά μου, επέμενε να λειτουργεί με τον δικό του τρόπο.

επιμένω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi hija insiste en escuchar su música a todo volumen hasta muy tarde.

εμμένω, επιμένω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Por qué sigues hablando cuando te pedí que hicieras silencio?
Γιατί επιμένεις να μιλάς αφού σου ζήτησα να είσαι ήσυχος;

επιμένω σε κτ, επιμένω ότι/πώς

Matt cree que Rob le robó el teléfono, pero Rob manifiesta su inocencia.
Ο Ματ θεωρεί πως ο Ρομπ του έκλεψε το τηλέφωνό του, αλλά ο Ρομπ επιμένει πως είναι αθώος.

εμμένω σε κτ

locución verbal

El abogado insistió excesivamente sobre el punto.

οφείλω να τονίσω

(formal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Debo enfatizar que esta situación es muy seria.

επιμένω σε μικροπράγματα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δουλεύω ασταμάτητα πάνω σε κτ, εργάζομαι ασταμάτητα πάνω σε κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρακινώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιέζω κπ να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mis hijos me insistieron para que los llevase a los columpios.
Τα παιδιά μου με πίεζαν να τα πάω στην παιδική χαρά.

προσπαθώ να κάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

-

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Le machaqué a mi jefe hasta que finalmente accedió a darme un aumento.
Έλεγα, έλεγα μέχρι που έπεισα το αφεντικό μου να μου δώσει αύξηση.

γκρινιάζω σε κπ

Mi madre siempre me insiste sobre hacer las tareas del hogar.

επιμένω, συνεχίζω

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Persiste en rascarse la herida y entonces no cicatriza.

λέω τα ίδια και τα ίδια για κτ

(ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El político insiste sobre la edad de su oponente.
Ο πολιτικός μας έπρηξε με την ηλικία του αντιπάλου του.

τονίζω κτ σε κπ

locución verbal

El cura le insistió a su congregación sobre la importancia de ayudar.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του insistir στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.