Τι σημαίνει το inserirsi στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης inserirsi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του inserirsi στο Ιταλικό.
Η λέξη inserirsi στο Ιταλικό σημαίνει εισάγω, εισάγω, προσθέτω, παρεμβάλω, τοποθετώ, βάζω, γλιστρώ, καταχωρώ, καταχωρίζω, εισάγω, προσθέτω κτ χωρίς εσοχή, καταχωρώ, εισάγω, καταχωρώ, καταχωρίζω, τοποθετώ, ενσωματώνω, συμπεριλαμβάνω, ενθέτω, παρεμβάλλω, ενσωματώνω, συμπληρώνω, βάζω κτ μέσα σε κτ, ενσωματώνω, προσθέτω αερακτικά, τοποθετώ, εισάγω, εμφυτεύω, ενθέτω, παρεμβάλλω, κλείνω κπ/κτ σε κτ, ενσωματώνω, συμπεριλαμβάνω, πληκτρολογώ, στριμώχνω, στριμώχνω, γράφω, εισάγω, περνώ κλωστή, εισάγω, κατατάσσω, αλλάζω ταχύτητα, προσθέτω, προσθέτω, πιέζω κτ σε κτ, βυθίζω, αρχειοθετώ, εγκαθιστώ προσεκτικά, τοποθετώ προσεκτικά, εισάγω, βάζω, θέτω, βάζω στην πρίζα, βάζω κτ σε κτ, προγραμματίζω κτ προσωρινά, εισάγω κτ σταδιακά, εισάγω δεδομένα με χρήση διατρητικής μηχανής, εισάγω δεδομένα σε υπολογιστή, περιλαμβάνω σε κατάλογο παλαιότερων εκδόσεων, εμφυτεύω, βάζω τάπα σε κτ, εισάγω με χρήση διατρητικής μηχανής, ενθέτω, παρεμβάλλω, εισάγω, περιλαμβάνω κτ στο πρόγραμμα, πετάω κτ σε κτ, βολεύω κτ σε κτ, εντάσσω σε κανονικό σχολείο, βάζω κτ σε κτ, συνδέω κτ σε κτ, επιλέγω κπ ως υποψήφιο για κτ, περνάω κτ σε κτ, περνώ κτ σε κτ, βάζω, δημιουργώ ευρετήριο για κτ, ανεβάζω στην πρώτη θέση, εγκρίνω, βάζω, περνάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης inserirsi
εισάγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Seth ha inserito il DVD nel lettore. Ο Σεθ έβαλε το DVD μέσα στο DVD player. |
εισάγω, προσθέτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'editore ha inserito alcuni commenti per l'autore nel manoscritto. Ο εκδότης πρόσθεσε κάποια σχόλια στο χειρόγραφο για τον συγγραφέα. |
παρεμβάλωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τοποθετώ, βάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Inserisci la presa nell'interruttore e accendi. |
γλιστρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
καταχωρώ, καταχωρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (στοιχεία σε φόρμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha inserito il suo nome sulla prima riga del formulario. Καταχώρησε (or: καταχώρισε) το όνομά του στην πρώτη γραμμή της αίτησης. |
εισάγωverbo transitivo o transitivo pronominale (in una parola) (σε λέξη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσθέτω κτ χωρίς εσοχήverbo transitivo o transitivo pronominale (στην τυπογραφία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταχωρώ, εισάγωverbo transitivo o transitivo pronominale (εισάγω δεδομένα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo dovuto inserire tutti i nomi e gli indirizzi. Είχαμε περάσει στα έγγραφα όλα τα ονόματα και τις διευθύνσεις. |
καταχωρώ, καταχωρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (dati a macchina o al computer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'analista ha inserito i dati nel database. Ο αναλυτής καταχώρησε τα στοιχεία στη βάση δεδομένων. |
τοποθετώverbo transitivo o transitivo pronominale (scuola, corso) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È stato inserito nel programma di apprendimento accelerato. |
ενσωματώνω, συμπεριλαμβάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim ha inserito le sue idee politiche nella presentazione scolastica. Ο Τζιμ ενσωμάτωσε τις πολιτικές του ιδέες στην παρουσίαση για τη σχολή του. |
ενθέτω, παρεμβάλλωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενσωματώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il documento va bene, ma riesci a inserire una citazione del lavoro di John? Μου αρέσει η αναφορά, αλλά θα μπορούσες κάπως να ενσωματώσεις μία μνεία στην συνεισφορά του Τζον; |
συμπληρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (dati) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si prega di inserire nome, indirizzo ed email in modo da poter essere ricontattati. Συμπληρώστε, παρακαλώ, το όνομά σας, τη διεύθυνση και το email σας, προκειμένου να επικοινωνήσουμε μαζί σας. |
βάζω κτ μέσα σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Praticare un foro nella base e poi inserire gradualmente l'asta nella cavità. Άνοιξε μια τρύπα στην βάση και μετά σταδιακά σπρώξε τη βέργα μέσα. |
ενσωματώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (informatica) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il programmatore ha usato l'HTML per integrare gli oggetti. Ο προγραμματιστής χρησιμοποίησε HTML για να ενσωματώσει τα δεδομένα. |
προσθέτω αερακτικάverbo transitivo o transitivo pronominale (bolle d'aria: in calcestruzzo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τοποθετώ, εισάγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La preghiamo di inserire l'importo esatto nel distributore. |
εμφυτεύω(tecnico) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il mio pacemaker è stato impiantato un anno fa. Ο βηματοδότης μου εμφυτεύτηκε πριν ένα χρόνο. |
ενθέτω(tipografia) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρεμβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κλείνω κπ/κτ σε κτ
Si può racchiudere il testo in un riquadro per dargli maggiore risalto. |
ενσωματώνω, συμπεριλαμβάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peter ha inserito il suo disegno preferito nel logo. Ο Πήτερ ενσωμάτωσε τα αγαπημένα του σχέδια στο λογότυπό του. |
πληκτρολογώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Digita il tuo nome e indirizzo e-mail nel modulo on-line. |
στριμώχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (in agenda) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Posso inserirti fra il pranzo e la mia lezione pomeridiana. |
στριμώχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: appuntamento) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'agenda del dentista era piena ma è riuscito a infilarmi per una visita. Ο οδοντίατρος ήταν απασχολημένος αλλά κατάφερε να με στριμώξει. |
γράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (su una lista) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha scritto latte e formaggio sulla lista. Έγραψε (or: Προσέθεσε) το γάλα και το τυρί στο χαρτί. |
εισάγωverbo transitivo o transitivo pronominale (immettere) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περνώ κλωστήverbo transitivo o transitivo pronominale (su ago) (σε βελόνα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi servono gli occhiali per infilare quest'ago. Χρειάζομαι τα γυαλιά μου για να περάσω την κλωστή στη βελόνα. |
εισάγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Digitare il codice con il tastierino numerico. |
κατατάσσωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo metterei tra i migliori dieci giocatori di tutti i tempi. |
αλλάζω ταχύτητα(automobili: cambiare) (αυτοκίνητο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ha ingranato la terza. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έβαλε πρώτη και ξεκίνησε στην ανηφόρα. |
προσθέτωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι άσχετο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσθέτω(inserire) (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha incluso un tocco di umorismo nel suo discorso. |
πιέζω κτ σε κτ
Prima di infornarli, affondate le scaglie di cioccolato nella superficie dei muffin. |
βυθίζω(έμφαση στο βάθος τοποθέτησης) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il muratore ha messo il mattone sulla malta e lo ha incastrato. Ο χτίστης τοποθέτησε το τούβλο στο κονίαμα και το ενσωμάτωσε. |
αρχειοθετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εγκαθιστώ προσεκτικά, τοποθετώ προσεκτικάverbo transitivo o transitivo pronominale Aprire lo scompartimento delle batterie e inserire la batteria con cautela. |
εισάγω, βάζω, θέτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per ritirare i soldi occorre inserire la carta di credito nella fessura, con la banda magnetica verso il basso. |
βάζω στην πρίζαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ha attaccato la spina del televisore e l'ha acceso. Έβαλε την τηλεόραση στην πρίζα και την άνοιξε. |
βάζω κτ σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale Per avviare l'automobile, inserire la chiave nel quadro. Για να ξεκινήσει το αυτοκίνητο βάλε τα κλειδιά στη μίζα. |
προγραμματίζω κτ προσωρινάverbo transitivo o transitivo pronominale (appuntamento in agenda) |
εισάγω κτ σταδιακά
|
εισάγω δεδομένα με χρήση διατρητικής μηχανήςverbo transitivo o transitivo pronominale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εισάγω δεδομένα σε υπολογιστήverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Per effettuare la ricerca bisogna inserire i dati nel campo preposto. |
περιλαμβάνω σε κατάλογο παλαιότερων εκδόσεωνverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εμφυτεύω(tecnico) (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I ricercatori hanno impiantato degli elettrodi nel cervello del topo. |
βάζω τάπα σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (armi da fuoco) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Inserisci la borra alla pistola dopo aver caricato le munizioni. |
εισάγω με χρήση διατρητικής μηχανήςverbo transitivo o transitivo pronominale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ενθέτω, παρεμβάλλω(κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'abito era troppo stretto e per questo il sarto inserì una lamina nell'orlo. |
εισάγω(immettere) (κπ σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Robert introdusse sua moglie nei ranghi più elevati. |
περιλαμβάνω κτ στο πρόγραμμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È importante programmare un po' di relax tra le faccende domestiche e gli appuntamenti. |
πετάω κτ σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά: σε κουβέντα) Lui inserisce sempre l'argomento della Seconda Guerra Mondiale in qualsiasi conversazione. |
βολεύω κτ σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale Quando non usi i tavoli, puoi inserirli l'uno nell'altro. |
εντάσσω σε κανονικό σχολείοverbo transitivo o transitivo pronominale (persone con handicap) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La politica attuale è quella di inserire gli studenti con esigenze speciali nelle classi normali. |
βάζω κτ σε κτ, συνδέω κτ σε κτ
Tom ha inserito la spina dell'aspirapolvere nella presa. Ο Τομ έβαλε την ηλεκτρική σκούπα στην πρίζα. |
επιλέγω κπ ως υποψήφιο για κτ(κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Questo senatore è in lizza per la vicepresidenza tra qualche anno. Αυτός ο γερουσιαστής προορίζεται για αντιπρόεδρος σε μερικά χρόνια. |
περνάω κτ σε κτ, περνώ κτ σε κτ(fotografia) Ha caricato il rullino nella macchina fotografica. Πέρασε το φιλμ στην φωτογραφική μηχανή. |
βάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per favore imbucare la posta nella fessura della cassetta. |
δημιουργώ ευρετήριο για κτverbo transitivo o transitivo pronominale (libri, testi, ecc.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lo scrittore ha inserito l'indice nel libro e lo ha consegnato al tipografo. |
ανεβάζω στην πρώτη θέσηverbo transitivo o transitivo pronominale (internet) (για ανάρτηση στο ίντερνετ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Susie è stata espulsa dal gruppo per aver spostato i suoi post in alto più di una volta al giorno. |
εγκρίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il governo ha inserito una tassa nella proposta di legge sugli immobili. |
περνάωverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha inserito i dati in un foglio di calcolo. Πέρασε (or: Πληκτρολόγησε) τα δεδομένα σε ένα υπολογιστικό φύλλο. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του inserirsi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του inserirsi
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.