Τι σημαίνει το indossare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης indossare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του indossare στο Ιταλικό.

Η λέξη indossare στο Ιταλικό σημαίνει φοράω, φορώ, φοράω, φορώ, φοράω, φορώ, χρήση, φοράω, φορώ, φοράω, φορώ, φορώ, φοράω, φοράω, βάζω, φοράω, χωράω σε κτ, δεν βγάζω, βάζω, φορώ, υποστηρίζω, παρενδυσία, με δαχτυλίδι, με δακτυλίδι, χωρίς κούμπωμα, φοράω μάσκα, είμαι ξεβράκωτος, ντύνομαι πολύ βαριά, βάζω μάσκα, φοράω σορτσάκι, ρούχο ή παπούτσι χωρίς κούμπωμα, φοράω μάσκα, υποστηρίζω, ρίχνω κάτι πάνω μου, ντύνομαι με ρούχα του αντίθετου φύλλου, ενδύομαι τα ιερά άμφια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης indossare

φοράω, φορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Indossò un vestito carino per la festa.

φοράω, φορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Al giorno d'oggi tutti indossano i jeans.
Όλοι φοράνε τζιν στις μέρες μας.

φοράω, φορώ

(indossare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le coppie sposate portano l'anello.
Οι σύζυγοι φοράνε βέρες.

χρήση

(di capi di abbigliamento)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questo abito è perfetto per l'inverno.

φοράω, φορώ

(scarpe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Che scarpe mi metto?

φοράω, φορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cosa mi metto oggi?
Τι να βάλω σήμερα;

φορώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Matt indossava un maglione blu e dei pantaloni neri.

φοράω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Indossava una maglietta con la scritta "Sto con gli stupidi".
Η Αμάντα φορούσε ένα φανελάκι με το σλόγκαν "Είμαι με τον Ηλίθιο!"

φοράω, βάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ρούχα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si infilò un maglione e un paio di jeans e andò a cercare le cause di quel rumore.
Έβαλε ένα πουλόβερ και τζιν και πήγε να ερευνήσει το θόρυβο.

φοράω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Faceva freddo fuori, così Karen si mise il cappotto e la sciarpa.
Έξω έκανε κρύο γι' αυτό η Κάρεν φόρεσε παλτό και κασκόλ.

χωράω σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

δεν βγάζω

(un indumento)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In spiaggia mi tengo addosso la maglietta per evitare di bruciarmi.

βάζω, φορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si mise velocemente i pantaloni e corse fuori dalla porta.
Φόρεσε γρήγορα το παντελόνι του κι βγήκε τρέχοντας από την πόρτα.

υποστηρίζω

(informale: indossare) (εγώ ο ίδιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non tutti possono mettersi quella maglia con quei pantaloni, ma su di te stanno bene!
Λίγοι άνθρωποι θα φαίνονταν ωραίοι με αυτό το μπλουζάκι και το παντελόνι. Εσένα, όμως, σου πηγαίνει ο συνδυασμός.

παρενδυσία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

με δαχτυλίδι, με δακτυλίδι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωρίς κούμπωμα

locuzione aggettivale (κατά περίπτωση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φοράω μάσκα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ogni Halloween indossa la maschera di un personaggio diverso.

είμαι ξεβράκωτος

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

ντύνομαι πολύ βαριά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάζω μάσκα

φοράω σορτσάκι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Indosserebbe i pantaloni corti anche nelle occasioni più formali.

ρούχο ή παπούτσι χωρίς κούμπωμα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φοράω μάσκα

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: nascondere i sentimenti) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il senatore indossava sempre una maschera in pubblico per nascondere i suoi problemi familiari.

υποστηρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: ρούχο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non sono molte le donne che stanno bene con quell'abbigliamento, ma lei lo sa davvero portare.

ρίχνω κάτι πάνω μου

(vestiti) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ντύνομαι με ρούχα του αντίθετου φύλλου

(uomo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενδύομαι τα ιερά άμφια

verbo transitivo o transitivo pronominale (επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il prete indossò i paramenti liturgici per dire messa.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του indossare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.