Τι σημαίνει το i like στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης i like στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του i like στο Αγγλικά.

Η λέξη i like στο Αγγλικά σημαίνει εγώ, I, i, εγώ, πρώτος, πρώτος, πρώτος, αρχικός, κύριος, πρώτος, πρώτα, πρώτα απ' όλα, πρώτος, πρώτος, πρώτη του μηνός, η πρώτη, πρώτη, πρώτος, πρώτος, πρώτη φορά, κάλλιο, προτιμότερο, καλύτερα, αρχή, πρώτος, πρώτος, πρώτη βάση, άριστα, πρώτης διαλογής προϊόν, ο Πρώτος, η Πρώτη, η πρώτη, μου αρέσει, μου αρέσεις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης i like

εγώ

pronoun (first person: myself)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
I love you.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Εγώ είμαι ψηλότερη από την αδερφή μου.

I, i

noun (ninth letter of alphabet) (γράμμα λατινικού αλφαβήτου)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The letter "i" is the ninth in the alphabet.
Το γράμμα «ι» είναι το ένατο της αλφαβήτου.

εγώ

noun (the self)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
How do we distinguish between I and not-I?

πρώτος

adjective (1st in a series or list)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
For many people, Ronaldo would be first on a list of the world's greatest soccer players. I liked the first song best.
Για πολλούς ο Ρονάλντο θα ήταν πρώτος στη λίστα με τους καλύτερους ποδοσφαιριστές του κόσμου. Το πρώτο τραγούδι μου άρεσε περισσότερο.

πρώτος

adjective (in race, competition: placed 1st)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She was first in the spelling competition. The team is currently first in the league.
Βγήκε πρώτη στον διαγωνισμό ορθογραφίας.

πρώτος

adjective (closest to the front)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We sat in the first row of seats.
Καθίσαμε στην πρώτη σειρά καθισμάτων.

αρχικός, κύριος

adjective (primary)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The first reason for doing this is to help other people.
Ο αρχικός (or: κύριος) λόγος για να το κάνουμε αυτό είναι για να βοηθήσουμε άλλους ανθρώπους.

πρώτος

adverb (before everyone else)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He walked through the door first, and everyone else followed.
Πρώτος βγήκε αυτός από την πόρτα και μετά ακολούθησαν οι υπόλοιποι.

πρώτα

adverb (firstly: before anything else)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
What we need to do first is find a place to stay.
Αυτό που πρέπει να κάνουμε πρωτίστως, είναι να βρούμε ένα μέρος να μείνουμε.

πρώτα απ' όλα

adverb (firstly: introducing first point)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
First, I would like to thank you all for coming.

πρώτος

adverb (race, competition: in 1st place)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Chloe finished first out of 80 runners.

πρώτος

noun (invariable (in a series, list: 1st item, person)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
I like the first better than the second.
Προτιμώ το πρώτο από το δεύτερο.

πρώτη του μηνός

noun (first day of the month)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
We don't get paid again until the first.
Δε πληρωνόμαστε πριν την πρώτη του μηνός.

η πρώτη

noun (UK (first day of specified month) (του μήνα)

In France, the first of May is a public holiday.

πρώτη

adjective (lowest automobile gear)

Switch to first gear when going up steep hills.
Βάλε πρώτη όταν ο δρόμος είναι ανηφορικός.

πρώτος

adjective (music: section leader)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She plays first clarinet in the orchestra.
Είναι το πρώτο κλαρινέτο της ορχήστρας.

πρώτος

adjective (baseball: base)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He didn't make it past first base.
Δεν κατάφερε να περάσει ούτε μέχρι την πρώτη βάση.

πρώτη φορά

adverb (for the first time)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I first came to New York when I was a little girl.
Πρωτοήρθα στη Νέα Υόρκη όταν ήμουν μικρούλα.

κάλλιο, προτιμότερο, καλύτερα

adverb (rather, sooner)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lie to you? I'd kill my own mother first!
Να σου πω ψέμματα; Κάλλιο (or: προτιμότερο) να μου κοπεί η γλώσσα!

αρχή

noun (beginning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She was a good worker from the first.
Ήταν πολύ καλή εργάτρια από την αρχή.

πρώτος

noun (music: section leader)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The composer intended the second violinists to contrast with the firsts.
Ο συνθέτης επεδίωξε τα δεύτερα βιολιά να έρχονται σε αντίθεση με τα πρώτα βιολιά της ορχήστρας.

πρώτος

noun (first place in a competition)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
She's always the first in any competition.
Είναι πάντα πρώτη σε όλους τους διαγωνισμούς.

πρώτη βάση

noun (baseball: base)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
He's on first.
Βρίσκεται στην πρώτη βάση.

άριστα

noun (UK (first-class honors)

He got a first from Cambridge.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η κόρη μου αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Σάρρεϊ με άριστα.

πρώτης διαλογής προϊόν

noun (commerce: best quality goods)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
We sell firsts at a slightly higher price than seconds.
Πουλάμε τα πρώτης διαλογής προϊόντα σε ελαφρώς υψηλότερες τιμές απ' ότι τα δεύτερης διαλογής.

ο Πρώτος, η Πρώτη

noun (1st monarch with specified name)

Queen Elizabeth the First was 25 years old when she came to the throne.

η πρώτη

noun (music: 1st symphony, etc.)

Beethoven's First was written in C major.

μου αρέσει

interjection (I find it appealing)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
What a lovely dress! I like it.

μου αρέσεις

interjection (I find you appealing)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
I like you a lot, but I don't love you. I like you. You seem like such a nice person.
Μου αρέσεις αρκετά αλλά δεν σ' αγαπάω. Μου αρέσεις. Φαίνεσαι πολύ καλός άνθρωπος.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του i like στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.