Τι σημαίνει το hang on στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης hang on στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hang on στο Αγγλικά.
Η λέξη hang on στο Αγγλικά σημαίνει κρέμομαι από τα χείλη κπ, περιμένω, αναμένω στο ακουστικό μου, εξαρτώμαι από, κρέμομαι από κτ/κπ για να κάνω κτ, μισό λεπτό, για μισό λεπτό, κρεμάω, κρεμώ, κρεμάω, κρεμώ, εκθέτω, κρεμάω, κρεμώ, απλώνομαι, απαγχονίζω, απαγχονίζομαι, τρόπος που πέφτει, το πως πέφτει, κάθομαι, αιωρούμαι, έχω κτ στο κεφάλι μου, τιμωρούμαι για κτ, τοποθετώ, βάζω, σταυρώνω, κρατάω, φυλάω, διατηρώ, κρεμιέμαι από, γαντζώνομαι από, κρέμομαι από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης hang on
κρέμομαι από τα χείλη κπ(figurative (attend closely) (για τον ομιλητή, όχι τα λεγόμενα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The speech was so interesting that the audience was hanging on every word. She idolises him, and hangs on his every word. Η ομιλία ήταν τόσο ενδιαφέρουσα που το ακροατήριο κρεμόταν απ' τα χείλη του ομιλητή. Τον θεοποιεί και κρέμεται απ' τα χείλη του. |
περιμένωphrasal verb, intransitive (informal (wait for a moment) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hang on please and I'll be with you in a couple of minutes. Περίμενε σε παρακαλώ, θα είμαι κοντά σου σε δυο λεπτά. |
αναμένω στο ακουστικό μουphrasal verb, intransitive (US, informal (telephone: hold) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hang on please, I'm just putting you through. Αναμείνατε στο ακουστικό σας, σας συνδέω αμέσως. |
εξαρτώμαι από(depend) I don't know if we will be able to fly today, it all hangs on the weather. Δεν ξέρω αν θα είμαστε σε θέση να πετάξουμε σήμερα, όλα εξαρτώνται απ' τον καιρό. |
κρέμομαι από κτ/κπ για να κάνω κτ(depend) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μισό λεπτό, για μισό λεπτόinterjection (informal (stop, wait) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hang on! Are you trying to make a monkey out of me? |
κρεμάω, κρεμώ(suspend from a fixed point) (κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let's hang that plant from a hook in the ceiling. Ας κρεμάσουμε εκείνο το φυτό από έναν γάντζο στο ταβάνι. |
κρεμάω, κρεμώ(fasten to wall, etc.) (κάτι, κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) What do you think about hanging the mirror on that wall? Τι θα έλεγες να κρεμάσουμε τον καθρέφτη σε αυτό τον τοίχο; |
εκθέτωtransitive verb (painting: display) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The curators hung the Dalí paintings at the museum. Ο έφοροι εξέθεσαν τους πίνακες του Νταλί στο μουσείο. |
κρεμάω, κρεμώ(adorn, decorate) (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hang the Christmas tree with glass baubles. Διακόσμησε το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τις γυάλινες μπάλες. |
απλώνομαι(hover, dangle) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The fog hung over the town all morning. Η ομίχλη σκέπαζε την πόλη όλο το πρωί. |
απαγχονίζωtransitive verb (execute by hanging) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In the nineteenth century, it was common to hang criminals. Τον δέκατο ένατο αιώνα ήταν σύνηθες να κρεμάνε τους εγκληματίες. |
απαγχονίζομαιintransitive verb (die by hanging) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The thief will hang when they discover his crimes. |
τρόπος που πέφτει, το πως πέφτειnoun (way [sth] hangs) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I like the sheen of satin, but I prefer the hang of velvet. |
κάθομαιintransitive verb (slang (stay, wait) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We are just going to hang here till the band arrives. |
αιωρούμαιintransitive verb (hover, dangle) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The thick smoke stayed in the air, just hanging, for at least a day after the fire. |
έχω κτ στο κεφάλι μου(figurative (cause worry) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I can't relax with these exams hanging over me. |
τιμωρούμαι για κτ(figurative, informal (pay a price, be punished) If I damage my mum's car, I'll hang for it. |
τοποθετώtransitive verb (suspend with hinges) (πόρτα σε μεντεσέδες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The carpenters hung the door on its hinges. |
βάζω(US, colloquial (attach) (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The government hung a tax provision on the housing bill. |
σταυρώνω(figurative, informal (punish) (μτφ: κάποιον για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The opposition is going to hang that politician for his actions. |
κρατάω, φυλάω, διατηρώphrasal verb, transitive, inseparable (informal (retain, keep) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) These old books are worthless, but I hang on to them because they remind me of my childhood. |
κρεμιέμαι από, γαντζώνομαι απόphrasal verb, transitive, inseparable (cling to) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The slope was so steep and slippery that I had to hang on to a tree to avoid falling. |
κρέμομαι από κτphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (attend very closely to) (μεταφορικά: χείλη, λόγια) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hang on στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του hang on
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.