Τι σημαίνει το had to στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης had to στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του had to στο Αγγλικά.
Η λέξη had to στο Αγγλικά σημαίνει πρέπει, έχω ράμματα για τη γούνα κπ, δεν έχω αποδείξεις, έχω να κάνω με κτ, έχω πολλά να πω για κτ, σκέφτομαι να κάνω κτ, έχω δικαίωμα σε κτ, έχω ανοιχτούς λογαριασμούς, έχω συμφέρον, έχω κι άλλα πράγματα να κάνω, έχω καλύτερα πράγματα να κάνω, πρέπει να κάνω κτ, είμαι μέχρι εδώ, είμαι μέχρι εδώ με κπ/κτ, δεν έχω πολλά να πω, έχω τον τρόπο, έχω λεφτά για πέταμα, δεν σκοπεύω να κάνω κτ, δεν σχεδιάζω να κάνω κτ, δεν έχω τίποτα να κάνω, είμαι αργόσχολος, δε χάνω κάτι, δε χάνω τίποτα, δεν έχω να αποδείξω τίποτα, έχω κι άλλα πράγματα να κάνω, έχω δουλειές, μπορώ να προσφύγω σε κτ, έχω το θάρρος να κάνω κτ, έχω την τόλμη να κάνω κτ, πρέπει να λογοδοτήσω για κτ, έχω να κάνω με κτ, σχετίζομαι με κτ, συνδέομαι με κτ, αφορώ, πρέπει να φύγω, πρέπει να αναγνωρίσω κτ σε κπ/κτ, πρέπει, δεν έχω καμία σχέση με, δε θέλω να έχω καμία σχέση με, δε θέλω να έχω σχέσεις με. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης had to
πρέπειauxiliary verb (be obliged to) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) I have to finish my essay tonight. I have to get the train in 20 minutes. Πρέπει να τελειώσω την έκθεση σήμερα το βράδυ. Πρέπει να πάρω το τρένο σε 20 λεπτά. |
έχω ράμματα για τη γούνα κπverbal expression (figurative, informal (want to reprimand) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I have a bone to pick with you! Did you forget to feed the cat? |
δεν έχω αποδείξειςverbal expression (figurative (have no support for a claim, etc.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έχω να κάνω με κτverbal expression (be due to) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) His success has a lot to do with his father's business connections. Η επιτυχία του έχει να κάνει με τις επαγγελματικές διασυνδέσεις του πατέρα του. |
έχω πολλά να πω για κτverbal expression (openly share one's opinions on) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) As a working mother, she has a lot to say about childcare facilities and unpaid, unscheduled overtime. |
σκέφτομαι να κάνω κτverbal expression (think about doing) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I have a mind to tell your parents about what you've been doing. |
έχω δικαίωμα σε κτverbal expression (be entitled to [sth]) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) You have a right to representation by a lawyer. // I'm going to say whatever I want to; I have a right to free speech. |
έχω ανοιχτούς λογαριασμούςverbal expression (figurative, informal (plan to take revenge) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Bruce has a score to settle with Joe because he thinks Joe stole some of his money. |
έχω συμφέρονverbal expression (figurative (have an agenda) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έχω κι άλλα πράγματα να κάνω, έχω καλύτερα πράγματα να κάνωverbal expression (find [sth] a waste of time) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I have better things to do than play golf all day. I have better things to do than to argue with you. |
πρέπει να κάνω κτverbal expression (must) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) I have got to get out of this place. |
είμαι μέχρι εδώverbal expression (figurative, informal (be exasperated) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι μέχρι εδώ με κπ/κτverbal expression (figurative, informal (be exasperated) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I've had it up to here with all your excuses! |
δεν έχω πολλά να πωverbal expression (speak little) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) His teacher had little to say about the incident. |
έχω τον τρόποverbal expression (have resources to) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I have the means to make you talk, Mr. Bond! |
έχω λεφτά για πέταμαverbal expression (figurative (have more money than you need) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν σκοπεύω να κάνω κτ, δεν σχεδιάζω να κάνω κτverbal expression (not intend) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν έχω τίποτα να κάνω, είμαι αργόσχολοςverbal expression (be idle) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δε χάνω κάτι, δε χάνω τίποταverbal expression (risk nothing) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You have nothing to lose by applying to the university. Δε χάνεις τίποτα να κάνεις αίτηση στο πανεπιστήμιο. |
δεν έχω να αποδείξω τίποταverbal expression (not need to justify) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έχω κι άλλα πράγματα να κάνωverbal expression (figurative (have [sth] else to do) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I can't wait around here, I've other fish to fry. |
έχω δουλειέςverbal expression (be busy already) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) I can't make it to the movies; I have other things to do. Δε θα μπορέσω να πάω σινεμά. έχω δουλειές. |
μπορώ να προσφύγω σε κτverbal expression (access to [sth] for help) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He doesn't have to worry about the police because he has recourse to his father's great wealth. |
έχω το θάρρος να κάνω κτ, έχω την τόλμη να κάνω κτverbal expression (be so bold as to) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He had the audacity to question his superior's motives. |
πρέπει να λογοδοτήσω για κτverbal expression (take blame) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Come the next election, the Government will have to answer for its economic mistakes. |
έχω να κάνω με κτverbal expression (involve) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The Commission can investigate matters that have to do with members of police force. |
σχετίζομαι με κτ, συνδέομαι με κτverbal expression (be related) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Researchers have discovered that much of the risk of having ADHD has to do with genes. Σύμφωνα με ερευνητές, το ΔΕΠ-Υ συνδέεται, σε μεγάλο βαθμό, με τα γονίδια. |
αφορώverbal expression (concern) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The last set of questions has to do with you and your household. Η τελευταία ομάδα ερωτήσεων αφορά εσάς και το νοικοκυριό σας. |
πρέπει να φύγωintransitive verb (be obliged to leave) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It's very late; I'll have to go. |
πρέπει να αναγνωρίσω κτ σε κπ/κτverbal expression (informal (must credit, must concede [sth] to) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You have to hand it to the team: they may have lost their last ten matches, but they have never stopped trying! |
πρέπειauxiliary verb (I must, I am obliged to) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) I have to go now, or I'll miss my train. I don't want to go but I have to. Πρέπει να φύγω τώρα, διαφορετικά θα χάσω το τρένο μου. Δε θέλω να φύγω, αλλά πρέπει. |
δεν έχω καμία σχέση μεverbal expression (be unrelated to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Baking a cake does not have anything to do with repairing a car. Being smart doesn't have anything to do with being strong. |
δε θέλω να έχω καμία σχέση με, δε θέλω να έχω σχέσεις μεverbal expression (avoid contact with) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Since she stole my earings, I do not have anything to do with her anymore. I'll not have anything to do with my ex-wife's new husband. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του had to στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του had to
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.