Τι σημαίνει το government στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης government στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του government στο Αγγλικά.
Η λέξη government στο Αγγλικά σημαίνει κυβέρνηση, διακυβέρνηση, διακυβέρνηση, Δημόσια Διοίκηση, κυβέρνηση, κατά της κυβέρνησης, Δημοτική Αρχή, κυβέρνηση συνασπισμού, αποκεντρωμένη διοίκηση, ομοσπονδιακή κυβέρνηση, Υπηρεσία Λογοδοσίας της Κυβέρνησης, Κέντρο Επικοινωνίας της Κυβέρνησης, Υπηρεσία Λογοδοσίας της Κυβέρνησης, κρατική βοήθεια, κρατικό ομόλογο, κτίριο κυβερνητικής χρήσης, κυβερνητικό κτίριο, Κέντρο Επικοινωνίας της Κυβέρνησης, δημόσιο χρέος, κυβερνητικός υπάλληλος, κυβερνητικό διάταγμα, χρηματοδοτούμενος από την κυβέρνηση, κρατικός, κυβερνητικός, δημοτικό συμβούλιο, τοπική αρχή, στρατιωτική κυβέρνηση, αντιπροσωπευτική κυβέρνηση, έδρα κυβέρνησης, κτίριο Βουλής, έδρα κυβέρνησης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης government
κυβέρνησηnoun (group that governs a country) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The government has the power to issue passports. Η κυβέρνηση έχει την εξουσία να εκδίδει διαβατήρια. |
διακυβέρνησηnoun (uncountable (system of political power) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We have a representative form of government. Έχουμε αντιπροσωπευτική μορφή διακυβέρνησης. |
διακυβέρνησηnoun (uncountable (act of governing) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Good government needs vigilant citizens. Η καλή διακυβέρνηση χρειάζεται πολίτες που είναι σε εγρήγορση. |
Δημόσια Διοίκησηnoun (US, uncountable (subject of study) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) She studied Government in college. |
κυβέρνησηnoun (written, abbreviation (government) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κατά της κυβέρνησηςadjective (opposed to government) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Δημοτική Αρχήnoun (municipal authority) |
κυβέρνηση συνασπισμούnoun (government formed by an alliance) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If there isn't a clear majority after the ballots are counted, it is likely that the liberals will ask the smaller parties to form a coalition government. |
αποκεντρωμένη διοίκησηnoun (decentralized authority) Scotland, Wales and Northern Ireland are part of the UK but enjoy devolved government. |
ομοσπονδιακή κυβέρνησηnoun (law: central government) |
Υπηρεσία Λογοδοσίας της Κυβέρνησηςnoun (initialism (Government Accountability Office) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Κέντρο Επικοινωνίας της Κυβέρνησηςnoun (initialism (Government Communications Headquarters) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Υπηρεσία Λογοδοσίας της Κυβέρνησηςnoun (US (agency: audits Congress) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κρατική βοήθειαnoun (government subsidy) |
κρατικό ομόλογοnoun (often plural (finance: from national government) |
κτίριο κυβερνητικής χρήσηςnoun (building used for government business) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κυβερνητικό κτίριοnoun (building owned by the government) |
Κέντρο Επικοινωνίας της Κυβέρνησηςnoun (British intelligence agency) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δημόσιο χρέοςnoun (money owed by government) Government debt is currently very high. |
κυβερνητικός υπάλληλοςnoun (person employed by a government) |
κυβερνητικό διάταγμαnoun (government-issued decree) |
χρηματοδοτούμενος από την κυβέρνησηadjective (paid for by government) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κρατικός, κυβερνητικόςadjective (business, company) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δημοτικό συμβούλιο, τοπική αρχήnoun (local authority, council) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We expect to have a new mayor after our local government election next year. |
στρατιωτική κυβέρνησηnoun (military in charge) |
αντιπροσωπευτική κυβέρνησηnoun (rule by elected politicians) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έδρα κυβέρνησης, κτίριο Βουλήςnoun (parliament building) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The Presidential Building of the Government of the Canary Islands is the seat of government. |
έδρα κυβέρνησηςnoun (location of government) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The Hague is the seat of government for the Netherlands. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του government στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του government
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.