Τι σημαίνει το globale στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης globale στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του globale στο Ιταλικό.
Η λέξη globale στο Ιταλικό σημαίνει παγκόσμιος, γενικός, καθολικός, πλήρης, καθολικός, παγκόσμιος, συνολικός, γενικός, συνολικός, συνολικός, όλος, συνολικός, συγκεντρωτικός, εκτεταμένος, παγκόσμια, παγκοσμίως, σε παγκόσμια κλίμακα, γενικά, συνολικά, συνολική, γενική εντύπωση, υπερθέρμανση του πλανήτη, παγκόσμιο ακροατήριο, διεθνές ακροατήριο, παγκόσμια ευαισθητοποίηση, παγκόσμιο branding, παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση, παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, παγκόσμια αγορά, παγκόσμιος παράγοντας, παγκόσμιο εμπόριο, παγκόσμιο όραμα, συνολικά, παγκόσμιο χωριό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης globale
παγκόσμιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I dinosauri sono stati distrutti da una catastrofe globale. Οι δεινόσαυροι εξαφανίστηκαν από μια παγκόσμια καταστροφή. |
γενικός, καθολικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I residenti della città hanno espresso una totale contrarietà ai prodotti geneticamente modificati. Οι κάτοικοι της πόλης εξέφρασαν τη γενική αποδοκιμασία τους για τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα. |
πλήρης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο Τζακ έκανε έναν πλήρη έλεγχο στο ποδήλατο. |
καθολικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Trovare forme di vita intelligente su un altro pianeta sarebbe di importanza globale. |
παγκόσμιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La carenza mondiale di metalli rari è un problema per l'industria manifatturiera. Η παγκόσμια έλλειψη σπανίων μετάλλων απειλεί τη βιομηχανική παραγωγή. |
συνολικός, γενικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συνολικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il costo complessivo era più di quanto pensassimo. Το συνολικό κόστος ήταν παραπάνω από ότι υπολογίζαμε. |
συνολικός, όλοςaggettivo (complessivo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non so se riesco a pagare la somma totale (or: complessiva). Δεν ξέρω αν μπορώ να πληρώσω το συνολικό (or: όλο το) ποσό. |
συνολικός, συγκεντρωτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La somma totale ha superato il milione di dollari. Το συνολικό ποσό ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο δολάρια. |
εκτεταμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il lavoro del filosofo esprime una teoria completa sulla libertà personale. Το έργο αυτού του φιλοσόφου παρουσιάζει μια ευρεία θεωρία για την προσωπική ελευθερία. |
παγκόσμια, παγκοσμίωςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ci si aspetta che i prezzi aumenteranno su scala globale nel corso delle prossime settimane. |
σε παγκόσμια κλίμακαavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il clima sta cambiando non solo qui dove vivo io, ma anche su scala globale. |
γενικά, συνολικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
συνολική, γενική εντύπωσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υπερθέρμανση του πλανήτηsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il riscaldamento globale sta cambiando il clima in molte parti del mondo. Λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη ο καιρός μεταβάλλεται σε πολλές περιοχές του κόσμου. |
παγκόσμιο ακροατήριο, διεθνές ακροατήριοsostantivo maschile |
παγκόσμια ευαισθητοποίησηsostantivo femminile |
παγκόσμιο brandingsostantivo femminile |
παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση, παγκόσμια οικονομική ανάπτυξηsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παγκόσμια αγοράsostantivo maschile |
παγκόσμιος παράγοντας
|
παγκόσμιο εμπόριοsostantivo maschile |
παγκόσμιο όραμαsostantivo femminile |
συνολικάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Questo editor di testo ti permette di sovrascrivere gli errori in misura globale o individuale. |
παγκόσμιο χωριόsostantivo maschile |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του globale στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του globale
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.