Τι σημαίνει το give up στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης give up στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του give up στο Αγγλικά.
Η λέξη give up στο Αγγλικά σημαίνει εγκαταλείπω, εγκαταλείπω, κόβω, εγκαταλείπω, παραδίνομαι, να το πάρει το ποτάμι, παραχώρηση, εγκαταλείπω, αφήνω, εγκαταλείπω, παρατάω, ενημερώνω, Παράτα τα!, τα παρατάω, δίνω κπ για υιοθεσία, απελπίζομαι, παραιτούμαι, χάνω κάθε ελπίδα να κάνω κτ, σταματάω, σταματώ, παραδίδω πνεύμα, δεν τα παρατάω, δεν εγκαταλείπω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης give up
εγκαταλείπωphrasal verb, transitive, separable (stop trying) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I gave up trying to get them to believe me. Εγκατέλειψα την προσπάθεια να τους κάνω να πιστέψουν σε μένα. |
εγκαταλείπω, κόβωphrasal verb, transitive, separable (UK (habit, addiction: quit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It'll be hard, but I'm going to try giving up chocolate for Lent. Θα είναι δύσκολο, αλλά θα προσπαθήσω να κόψω τη σοκολάτα τη Σαρακοστή. |
εγκαταλείπω, παραδίνομαιphrasal verb, intransitive (surrender) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I give up - you're far better than me at this game! Εγκαταλείπω (or: παραδίνομαι). Είσαι πολύ καλύτερος από μένα σ' αυτό το παιχνίδι. |
να το πάρει το ποτάμιphrasal verb, intransitive (informal (stop guessing) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) OK, I give up. What's the answer? Οκ, πάω πάσο. Ποιά είναι η απάντηση; |
παραχώρησηnoun ([sth] conceded) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εγκαταλείπω, αφήνω(abandon: [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Don't give up on me! I just need a little more encouragement. Μη με εγκαταλείπεις! Απλά χρειάζομαι λίγη παραπάνω ενθάρρυνση. |
εγκαταλείπω, παρατάωphrasal verb, transitive, inseparable (cease to attempt to do, accomplish: [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I gave up on coming up with a good example for this. |
ενημερώνωverbal expression (informal (inform, warn [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Παράτα τα!interjection (stop trying) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Helen is never going to date you--give it up! Η Έλεν δε θα βγει ποτέ μαζί σου, παράτα τα! |
τα παρατάωverbal expression (stop trying) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) That's never going to work; I'd give it up, if I were you. |
δίνω κπ για υιοθεσίαverbal expression (give up custody of child) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Because of her difficult financial situation, Alexis gave up her son for adoption. |
απελπίζομαιverbal expression (be pessimistic) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) When looking for a job, the key is not to give up hope. |
παραιτούμαιverbal expression (be resigned) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The team never gave up hope of victory. |
χάνω κάθε ελπίδα να κάνω κτverbal expression (be resigned) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The couple had given up hope of having a child. |
σταματάω, σταματώverbal expression (abandon: an effort) (να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I gave up on trying to find a good example. Σταμάτησα να προσπαθώ να βρω ένα καλό παράδειγμα. |
παραδίδω πνεύμαverbal expression (figurative (stop functioning) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My old printer has finally given up the ghost. |
δεν τα παρατάω, δεν εγκαταλείπωverbal expression (persevere) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) John got tired in the middle of the race, but he did not give up. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του give up στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του give up
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.