Τι σημαίνει το fuck up στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fuck up στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fuck up στο Αγγλικά.

Η λέξη fuck up στο Αγγλικά σημαίνει κάνω κτ χάλια, κάνω κτ απαίσιο, τα σκατώνω, τα κάνω σκατά, γαμάω, γαμώ, σκατώνω, κάνω χάλια, τα σκατώνω, τα κάνω σκατά, αποτυχημένος, μαλακία, σκάσε, σκάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fuck up

κάνω κτ χάλια, κάνω κτ απαίσιο

phrasal verb, transitive, separable (vulgar, offensive, slang (spoil) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I wish my parents would stop fucking up my life!
Μακάρι οι γονείς μου να σταματούσαν να κάνουν τη ζωή μου χάλια!

τα σκατώνω, τα κάνω σκατά

phrasal verb, transitive, separable (vulgar, offensive, slang (do badly) (προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She fucked up the exam.
Τα έκανε μαντάρα στο διαγώνισμα.

γαμάω, γαμώ, σκατώνω

verbal expression (vulgar, offensive, slang (spoil) (χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bob felt bad about fucking the holiday up for everyone else by becoming ill.
Ο Μπομπ ένιωσε άσχημα που χάλασε τις διακοπές όλων γιατί αρρώστησε.

κάνω χάλια

phrasal verb, transitive, separable (vulgar, offensive, slang (damage psychologically) (κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dan's experiences during the war had fucked him up.
Οι εμπειρίες του Νταν στην περίοδο του πολέμου τον είχαν κάνει χάλια.

τα σκατώνω, τα κάνω σκατά

phrasal verb, intransitive (vulgar, offensive, slang (make mistake) (προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm sorry. I fucked up.
Συγγνώμη. Τα σκάτωσα.

αποτυχημένος

noun (vulgar, offensive, slang (useless person, failure) (κάνει λάθη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
My brother is such a fuck-up; he never does anything right.
Ο αδερφός μου είναι εντελώς αποτυχημένος. Δεν κάνει ποτέ τίποτα σωστά.

μαλακία

noun (vulgar, offensive, slang (mess, failure) (υβριστικό: λάθος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I made a complete fuck-up of my French exam; I couldn't answer a single question.

σκάσε

interjection (vulgar, offensive, slang (stop talking) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Shut the fuck up! I don't want to hear another word from you!

σκάω

expression (vulgar, offensive, slang (stop talking) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I wish your sister would shut the fuck up!

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fuck up στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fuck up

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.