Τι σημαίνει το fossi στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fossi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fossi στο Ιταλικό.

Η λέξη fossi στο Ιταλικό σημαίνει ον, πλάσμα, είμαι, ύπαρξη, είμαι, είναι, είμαι, είμαι, βρίσκομαι, είμαι, είμαι, -, κάνω, πηγαίνω, βρίσκομαι, να είσαι, να είστε, είναι, κάνει, αυτός είναι, θα, θα ήταν, είσαι, είναι, είχε, ύπαρξη, -, είναι, -, είμαι, είμαι, είμαι, θα ήταν, θα είχες, είμαι, βρίσκομαι, βρίσκομαι, βρίσκομαι, είναι, όρυγμα, υφιστάμενος, ευχάριστος, για φίλημα, πυρίμαχος, πυράντοχος, επικείμενος, επαπειλούμενος, γερνώ, μελωδικά, γουστάρω, προτίμηση, θνητός, αλλεργία, γονεϊκή ιδιότητα, συγγραφική ιδιότητα, αστάθεια, εξαΰλωση, μοναρχισμός, αμφιβολία, συνάνθρωπος, διαχρονικότητα, επαφή, επιτρέπεται σε κπ, καραδοκώ, παραμονεύω, ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, επικοινωνώ, ευδοκιμώ, γέρνω, εκρήγνυμαι, πουλάω, πουλώ, ειδικεύομαι, αποφαίνομαι, ενοχλώ, κυλιέμαι, αναβράζω, αφρίζω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, υποτροπιάζω, εμπλέκομαι, ανακατεύομαι, ασχολούμαι, κοστίζω, κάνω, μαζεύω άλατα, πιάνω άλατα, ενώνω, ταιριάζω, εξυπηρετώ, προετοιμάζομαι, απατάω, απατώ, τη γάμησα, που μπορεί να βαθμολογηθεί, περηφάνια, υπερηφάνεια, απόκρυψη, αλλεργία, ανεπάρκεια, ερημιά, ον, απορρίπτω, κάνω την εμφάνισή μου, δίνω το παρόν, αντιτίθεμαι σε κτ, εναντιώνομαι σε κτ, αντιδρώ σε κτ, υποτίθεται, συμφωνώ με κάποιον, γίνομαι, αλληλογραφώ, ταιριάζω, κλίνω, εξωθούμαι, προεδρεύω, ψάχνω, φτάνω, έρχομαι, φτάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fossi

ον, πλάσμα

sostantivo maschile (individuo) (ζωντανός οργανισμός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Molti credono che la galassia sia piena di esseri intelligenti.
Πολλοί πιστεύουν ότι ο γαλαξίας είναι γεμάτος από νοήμονα όντα.

είμαι

verbo intransitivo

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Mia madre è bassa.
Η μητέρα μου είναι κοντή.

ύπαρξη

sostantivo maschile (esistenza)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I filosofi ragionano sul senso dell'essere.
Οι φιλόσοφοι εξετάζουν τη σημασία της ύπαρξης.

είμαι

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Barry è malato.
Ο Μπάρι είναι άρρωστος.

είναι

sostantivo maschile (io)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Teresa odia i bugiardi con ogni fibra del suo essere.
Η Τερέζα μισεί τους ψεύτες με όλο της το είναι.

είμαι

verbo intransitivo (esistere)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
C'è una donna di 101 anni nella casa di fronte.
Στο απέναντι σπίτι είναι μια γυναίκα 101 ετών.

είμαι, βρίσκομαι

(trovarsi)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il burro è sul tavolo.
Το βούτυρο είναι (or: βρίσκεται) πάνω στο τραπέζι.

είμαι

verbo intransitivo (accadere)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Lo spettacolo è alle otto in punto.
Το έργο είναι στις οχτώ.

είμαι

(identifica la professione)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Lei è una poliziotta.
Είναι αστυνομικός.

-

verbo intransitivo (forma passiva) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ieri mi è stato rubato il portafoglio.
Το πορτοφόλι μου εκλάπη χθες.

κάνω

(prezzi)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sono sette dollari.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κάνει εφτά δολάρια.

πηγαίνω, βρίσκομαι

verbo intransitivo (andare)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sono stato a Roma.
Έχω πάει (or: βρεθεί) στη Ρώμη.

να είσαι, να είστε

(προστακτική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sii ragionevole!

είναι

verbo intransitivo (γ' πρόσωπο: η ώρα)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Sono le otto e mezza.

κάνει

(clima) (π.χ. κρύο, ζέστη)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Fa freddo oggi; avrai bisogno di guanti e berretto.

αυτός είναι

(terza persona singolare maschile)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Adoro mio zio: è la persona più gentile che io conosca.

θα

(condizionale, terza persona singolare)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Wayne odia vivere in questa città; sarebbe disposto a tutto pur di andarsene.

θα ήταν

(esprime condizionale, terza persona)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Credo che sia meglio se te ne vai.

είσαι

verbo (β' ενικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dove sono loro? Dici sul serio?
Πού είναι αυτοί;

είναι

verbo intransitivo

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Lei è un genio.
Αυτή είναι διάνοια.

είχε

(passato, terza persona singolare) (υπερσυντέλικος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando la sua caviglia cominciò a gonfiarsi, Gavin si rese conto che era rotta.

ύπαρξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η ύπαρξη αποδεικτικών στοιχείων επέτρεψε το άνοιγμα της υπόθεσης και πάλι.

-

verbo intransitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Dove sei stasera?
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τι κάνεις απόψε;

είναι

verbo intransitivo

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
"È sua questa macchina, signore?" chiese il poliziotto.
«Aυτό είναι το αυτοκίνητό σας κύριε;» ρώτησε ο αστυνομικός.

-

verbo intransitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
È accusato di furto dal suo capo.
Κατηγορείται από το αφεντικό του για κλοπή.

είμαι

(schierarsi)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Sono a favore della nuova legge.
Τάσσομαι υπέρ του νέου νόμου.

είμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η Άγκνες είναι 1,52 χωρίς τα παπούτσια της.

είμαι

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ero nel torto.

θα ήταν

verbo ausiliare (condizionale)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sarebbe stato meglio che mi avessi avvertito che saresti arrivato in ritardo.

θα είχες

(passato prossimo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι, βρίσκομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il suo libro era sul tavolo, ancora non letto.
Το βιβλίο του βρισκόταν στο τραπέζι και περίμενε να διαβαστεί.

βρίσκομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La casa è nella valle.
Το σπίτι βρίσκεται στην κοιλάδα.

βρίσκομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il bicchiere è sul tavolo.
Το ποτήρι είναι πάνω στο τραπέζι.

είναι

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

όρυγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I bambini erano stati avvisati di stare lontani dal misterioso fosso vicino al parco giochi.

υφιστάμενος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ad oggi esiste solo una copia di quest'opera.

ευχάριστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

για φίλημα

aggettivo (προσδιορισμός)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πυρίμαχος, πυράντοχος

(σκεύος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επικείμενος, επαπειλούμενος

(essere imminente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γερνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μελωδικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

γουστάρω

(colloquiale: sessualmente disponibile)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προτίμηση

sostantivo femminile (come cliente)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vogliamo ringraziare i nostri clienti abituali per la loro fedeltà.

θνητός

(essere umano)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αλλεργία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'allergia di Joanne ai molluschi implica che deve fare molta attenzione quando mangia fuori.

γονεϊκή ιδιότητα

συγγραφική ιδιότητα

sostantivo femminile (figurato: l'essere autore)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αστάθεια

(κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nonostante la sua instabilità data dalla fame, Pete è riuscito a camminare fino alla macchina.

εξαΰλωση

(διαχωρισμός από το σώμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μοναρχισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αμφιβολία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Δεν έχω αμφιβολία ότι υπάρχει παράδεισος.

συνάνθρωπος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

διαχρονικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επαφή

(ως εφαπτομένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επιτρέπεται σε κπ

(avere il permesso)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se non hai il passaporto, non puoi entrare nel paese.
Αν δεν έχεις το διαβατήριό σου, δεν θα σου επιτραπεί να μπεις στην χώρα. Μόλις τέλειωσαν τα διαγωνίσματα τους, επετράπη στους σπουδαστές να φύγουν.

καραδοκώ, παραμονεύω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se ci tieni, dona dei soldi alla causa.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αν ενδιαφέρεσαι (or: νοιάζεσαι), θα κάνεις μια δωρεά για την ενίσχυση του σκοπού.

επικοινωνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mel non è un granché nel comunicare.
Ο Μελ απλά δεν είναι καλός στο να επικοινωνεί.

ευδοκιμώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le coltivazioni del contadino prosperarono nel caldo clima primaverile.
Τα σπαρτά του αγρότη ευδοκιμούσαν στον θερμό ανοιξιάτικο καιρό.

γέρνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il tavolo pendeva e la penna di Rachel continuava a rotolare via.
Το τραπέζι έγερνε και το στυλό της Ρέητσελ συνεχώς έπεφτε κάτω.

εκρήγνυμαι

(ηφαίστειο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando ha eruttato l'ultima volta il Monte Etna?

πουλάω, πουλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'ambulante è stato multato per aver venduto in strada senza licenza.

ειδικεύομαι

(σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Va bene iniziare l'università senza scegliere una specializzazione, ma prima o poi bisogna specializzarsi.

αποφαίνομαι

(legale) (επίσημο, λόγιος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il giudice di pace può pronunciarsi in certi casi minori.

ενοχλώ

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La poca sensibilità del direttore alle esigenze dei bambini ancora brucia.

κυλιέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αναβράζω, αφρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

(temporalmente) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

(temporalmente) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Più il giorno si avvicinava e più avevo paura.

υποτροπιάζω

(diritto) (αδίκημα, έγκλημα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Molti ex carcerati recidivano entro un anno dalla loro uscita di prigione.

εμπλέκομαι, ανακατεύομαι, ασχολούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non ho voglia di iniziare una discussione di politica con te. Accettiamo di non essere d'accordo.

κοστίζω, κάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μαζεύω άλατα, πιάνω άλατα

(ricoprirsi di calcare)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Il bollitore si era incrostato e ho dovuto pulirlo.

ενώνω, ταιριάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξυπηρετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chi entra nella polizia lo fa per servire la propria comunità.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο προϊστάμενος λέει ότι η πρώτη του προτεραιότητα είναι να εξυπηρετεί τους πελάτες.

προετοιμάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απατάω, απατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Carol ha ammesso di aver tradito suo marito.
Η Κάρος παραδέχτηκε ότι είχε απατήσει τον άντρα της.

τη γάμησα

(volgare) (χυδαίο, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se non confermano la tua storia, sei fottuto!
Αν δεν επιβεβαιώσουν την ιστορία σου, την πάτησες.

που μπορεί να βαθμολογηθεί

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περηφάνια, υπερηφάνεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Provava orgoglio per i successi di sua figlia.
Εϊναι γεμάτη καμάρι για τα επιτεύγματα της κόρης της.

απόκρυψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'occultamento del tesoro durò fino al momento in cui gli operai del cantiere non lo trovarono a centinaia di anni di distanza.

αλλεργία

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Henry si impegna così poco che sembra quasi che abbia un'avversione per il lavoro.

ανεπάρκεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ερημιά

(απουσία άλλων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ον

(επίσημο: λόγιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

απορρίπτω

(figurato: blocco)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il progetto di quell'edificio ha ricevuto lo stop dai progettisti del piano regolatore.

κάνω την εμφάνισή μου, δίνω το παρόν

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Chissà se l'ex fidanzato della sposa si presenterà al matrimonio.

αντιτίθεμαι σε κτ, εναντιώνομαι σε κτ, αντιδρώ σε κτ

Contesto questo commento.

υποτίθεται

(al condizionale)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Questa penna dovrebbe scrivere bene addirittura nello spazio.
Αυτό το στυλό υποτίθεται ότι γράφει καλά ακόμα και στο διάστημα.

συμφωνώ με κάποιον

(colloquiale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tuo figlio è diventato un giovane che lavora sodo; dovresti essere orgogliosa di lui.

αλληλογραφώ

(scriversi lettere)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο Τζον και η Έρικα ακόμη αλληλογραφούν σε σταθερή βάση.

ταιριάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Οι δυο συνάδελφοι δεν ταίριαξαν και έτσι ο μάνατζερ τους χώρισε.

κλίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi sembra che questo muro penda leggermente a sinistra.
Μου φαίνεται ότι αυτός ο τοίχος κλίνει (or: γέρνει) λίγο προς τα αριστερά.

εξωθούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Questo metallo si estrude facilmente.

προεδρεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il giudice presiedeva al tribunale.

ψάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sta cercando le chiavi.
Ψάχνει τα κλειδιά του.

φτάνω, έρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La partita di ricambi non è arrivata per cui non saremo in grado di onorare l'ordine.
Δεν έφτασε το φορτίο με τα εξαρτήματα, γι' αυτό δεν θα μπορέσουμε να εκτελέσουμε εκείνη την παραγγελία.

φτάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le scorte di mangime non dureranno fino a Natale; bisogna ordinarne ancora.
Δεν πιστεύω να φτάσει η ζωοτροφή μέχρι τα Χριστούγεννα, πρέπει να παραγγείλουμε κι άλλη.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fossi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.