Τι σημαίνει το flop στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης flop στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του flop στο Αγγλικά.
Η λέξη flop στο Αγγλικά σημαίνει σωριάζομαι, πέφτω, κρέμομαι, σπαρταράω, πατώνω, αποτυχία, είμαι ξαπλωμένος, βουτιά με την κοιλιά, σβουνιά, βουνιά, σαγιονάρα, κωλοτούμπα, κάνω κωλοτούμπα, αλλάζω πολιτική απότομα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης flop
σωριάζομαι, πέφτωintransitive verb (fall loosely) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dan flopped into the chair. Ο Νταν σωριάστηκε στην καρέκλα. |
κρέμομαιintransitive verb (hang loosely) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The young man had a long fringe that flopped over his forehead. |
σπαρταράωintransitive verb (flail loosely) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The fish were flopping in the bucket. Τα ψάρια σπαρταρούσαν μέσα στο καλάθι. |
πατώνωintransitive verb (figurative, informal (be unsuccessful) (καθομ, ανεπίσημο, μτφ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The new superhero movie flopped. Η νέα ταινία με τους υπερήρωες πάτωσε. |
αποτυχίαnoun (informal (failure) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The company's new marketing initiative was a flop. Η νέα εταιρική πρωτοβουλία για το μάρκετινγκ ήταν αποτυχία. |
είμαι ξαπλωμένοςphrasal verb, intransitive (informal (lie, sit carelessly) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He flopped down on the couch to watch the television. |
βουτιά με την κοιλιάnoun (dive landing flat on water) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σβουνιά, βουνιάnoun (informal (bovine feces) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) When Beverly walked across the cow pasture, she stepped in a huge cow pie! |
σαγιονάραnoun (usually plural (thong: beach shoe) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I always wear flip-flops to the beach. |
κωλοτούμπαnoun (figurative, informal (sudden policy change) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His new position on troop withdrawal is a big fat flip-flop. |
κάνω κωλοτούμπαintransitive verb (figurative, informal (change opinions often) (μεταφορικά, αργκό) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Mark can never make up his mind; he flip-flops constantly. |
αλλάζω πολιτική απότομαintransitive verb (figurative, informal (change policy suddenly) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The candidate flip-flopped on questions of healthcare and the environment. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του flop στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του flop
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.