Τι σημαίνει το find στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης find στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του find στο Αγγλικά.
Η λέξη find στο Αγγλικά σημαίνει βρίσκω, βρίσκω, βρίσκω, βρίσκω, κρίνω ένοχο/αθώο, ανακαλύπτω, ανακάλυψη, βρίσκω, βρίσκω, ανακάλυψη, βρίσκω, φτάνω, πετυχαίνω, αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώ, ανακαλύπτω, μαθαίνω, μαθαίνω για κτ/κπ, μαθαίνω για κπ/κτ, τυχερή ανακάλυψη, τυχαία ανακάλυψη, βρίσκω δουλειά, βρίσκω έναν τρόπο, βρίσκω μία λύση, κατακρίνω, επικρίνω, κατακρίνω, επικρίνω, αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώ, βρίσκω έναν τρόπο, βρίσκω μία λύση, βρίσκω το γινόμενο, βρίσκω χρόνο, βρίσκω χρόνο για κτ, βρίσκω την αληθινή αγάπη, προσανατολίζομαι, βρες το πάθος στη ζωή σου, βρίσκω τον δρόμο μου, πιάνω τον εαυτό μου να κάνει κτ, βρίσκω τον εαυτό μου, δυσεύρετος, δυσεύρετος, μαθαίνω κτ με τον δύσκολο τρόπο, συνημμένα θα βρείτε, βρίσκω καταφύγιο, βρίσκω καταφύγιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης find
βρίσκωtransitive verb (come across) (τυχαία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I found ten dollars in the street yesterday. Χθες βρήκα στον δρόμο δέκα δολάρια. |
βρίσκωtransitive verb (encounter) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I found John at the station waiting for a taxi. Βρήκα τον Τζον στον σταθμό να περιμένει ταξί. |
βρίσκωtransitive verb (recover, retrieve) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I lost my phone last week but I found it this morning. Έχασα το τηλέφωνό μου την προηγούμενη εβδομάδα αλλά το ξαναβρήκα σήμερα το πρωί. |
βρίσκωtransitive verb (regard, consider) (κάτι ή κάποιον ως κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I find modern music rather repetitive. Βρίσκω τη σύγχρονη μουσική μάλλον μονότονα επαναλαμβανόμενη. |
κρίνω ένοχο/αθώοtransitive verb (reach verdict on) (ετυμηγορία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The jury found the defendant guilty on all charges. Οι ένορκοι έκριναν τον κατηγορούμενο ένοχο για όλες τις κατηγορίες. |
ανακαλύπτωtransitive verb (learn, discover) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We found that the cars performed just as well as each other. Διαπιστώσαμε ότι όλα τα αυτοκίνητα απέδωσαν εξίσου καλά. |
ανακάλυψηnoun (informal (discovery, [sth] found) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This rare book was really quite a find. Αυτό το σπάνιο βιβλίο ήταν πραγματικά σπουδαία ανακάλυψη. |
βρίσκωtransitive verb (discover, encounter) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Leave everything exactly as you found it. Άφησε τα πάντα ακριβώς όπως τα βρήκες. |
βρίσκωtransitive verb (ascertain) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It is a problem, and we must find the solution to it. Αυτό είναι πρόβλημα και πρέπει να βρούμε λύση. |
ανακάλυψηnoun (informal (act of finding) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The team's find made them famous. |
βρίσκω, φτάνω, πετυχαίνωtransitive verb (reach, attain) (στόχος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The arrow found its target. |
αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώphrasal verb, transitive, inseparable (law: judge to be wrong) (εναντίον κάποιου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The jury found against the defendants, who were ordered to pay millions of dollars in damages. |
ανακαλύπτω, μαθαίνωphrasal verb, transitive, separable (discover) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I just found out that my sister is pregnant. Μόλις έμαθα ότι η αδερφή μου είναι έγκυος. |
μαθαίνω για κτ/κπphrasal verb, transitive, inseparable (learn about) I read his biography to find out about his life. |
μαθαίνω για κπ/κτphrasal verb, transitive, inseparable (learn news or truth of) I have just found out about your mother; I'm so sorry for your loss. |
τυχερή ανακάλυψηnoun (informal (a fortunate discovery) |
τυχαία ανακάλυψηnoun (informal ([sth] discovered by accident) |
βρίσκω δουλειάverbal expression (be hired for work) |
βρίσκω έναν τρόπο, βρίσκω μία λύσηverbal expression (devise a solution) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I don't know how I'll do it, but I'll find a way. |
κατακρίνω, επικρίνωverbal expression (criticize) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατακρίνω, επικρίνωverbal expression (criticize [sb/sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώ(often passive (law: convict) (για την ενοχή κάποιου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Recently, Apple has been found guilty of wilfully infringing on a patent. |
βρίσκω έναν τρόπο, βρίσκω μία λύσηverbal expression (devise solution) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The problem may seem insoluble right now, but you're sure to find the answer somehow. |
βρίσκω το γινόμενοverbal expression (mathematics: multiply) (πολλαπλασιασμός) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βρίσκω χρόνο(activity: fit in) (για κάτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I am very busy, but I will try to find time to see you. |
βρίσκω χρόνο για κτ(activity, event: fit in) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Many people complain they cannot find time for reading. |
βρίσκω την αληθινή αγάπηverbal expression (meet one's perfect partner) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The romantic teenager hopes to find true love. |
προσανατολίζομαιverbal expression (orient yourself) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) In the dark forest, the search party had trouble getting their bearings. |
βρες το πάθος στη ζωή σουverbal expression (find passion in life) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βρίσκω τον δρόμο μουverbal expression (find your special role) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Kate found her niche working in agriculture. |
πιάνω τον εαυτό μου να κάνει κτtransitive verb and reflexive pronoun (be, realise you are) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She finds herself constantly thinking about the boy from her English class. |
βρίσκω τον εαυτό μουtransitive verb and reflexive pronoun (figurative (find fulfilment) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'm taking a year off to travel the world and find myself. |
δυσεύρετοςadjective (rare, elusive) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) First editions of this book are really hard to find. |
δυσεύρετοςadjective (difficult to locate) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μαθαίνω κτ με τον δύσκολο τρόποverbal expression (learn from difficult experiences) |
συνημμένα θα βρείτεexpression (formal, written (see the attached document) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Please find attached a check for $25 for the application fee. |
βρίσκω καταφύγιοverbal expression (find shelter or protection) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) When the storm started we ran to the nearest hut and took refuge. Όταν ξεκίνησε η καταιγίδα, τρέξαμε στην πλησιέστερη καλύβα και βρήκαμε καταφύγιο. |
βρίσκω καταφύγιοverbal expression (figurative (be comforted by) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He took refuge in the fact that his colleagues had all found the project difficult. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του find στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του find
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.