Τι σημαίνει το fill in στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fill in στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fill in στο Αγγλικά.

Η λέξη fill in στο Αγγλικά σημαίνει συμπληρώνω, συμπληρώνω, αντικαθιστώ, αντικαθιστώ, ενημερώνω, ενημερώνω κπ για κτ, αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια, προσωρινός, πρόσκαιρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fill in

συμπληρώνω

phrasal verb, transitive, separable (complete: a form, blank)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you don't fill in every answer on the form, the inspector will be suspicious.
Αν δεν συμπληρώσεις όλες τις απαντήσεις στο έντυπο, ο επιθεωρητής θα αρχίσει να έχει υποψίες.

συμπληρώνω

phrasal verb, transitive, separable (details, information: provide in writing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please fill in your name, address and email so we can get back to you.
Συμπληρώστε, παρακαλώ, το όνομά σας, τη διεύθυνση και το email σας, προκειμένου να επικοινωνήσουμε μαζί σας.

αντικαθιστώ

phrasal verb, intransitive (substitute)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John had an emergency so I am filling in.
Του Τζον του έτυχε κάτι επείγον και τον αντικαθιστώ εγώ.

αντικαθιστώ

(informal (substitute for [sb]) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm filling in for my boss at the board meeting next week.
Θα αντικαταστήσω το αφεντικό μου στη συνεδρίαση του συμβουλίου την επόμενη βδομάδα.

ενημερώνω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (person: update)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He had to leave the meeting for a while, so we filled him in when he got back.
Έπρεπε να φύγει για λίγο από τη συνεδρίαση, γι' αυτό τον ενημερώσαμε όταν επέστρεψε.

ενημερώνω κπ για κτ

verbal expression (figurative, informal (person: update)

Andy filled me in on the latest developments.
Ο Άντι με ενημέρωσε για τις τελευταίες εξελίξεις.

αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια

noun (informal (person: substitute)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The assistant coach will be the fill-in for the head coach who's ill tonight.
Ο βοηθός προπονητή θα είναι ο αντικαταστάτης του επικεφαλής προπονητή που είναι άρρωστος απόψε.

προσωρινός, πρόσκαιρος

adjective (informal (temporary)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm afraid it's only a fill-in post we're offering you.
Φοβάμαι πως η θέση που σου προσφέρουμε είναι προσωρινή.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fill in στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.