Τι σημαίνει το étouffer στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης étouffer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του étouffer στο Γαλλικά.
Η λέξη étouffer στο Γαλλικά σημαίνει <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πνίγω, καταπνίγω, καταστέλλω, πνίγω, πνίγω, εμποδίζω, περιορίζω, που σκάει, που λιώνει από τη ζέστη, δεν μαρτυρώ, δεν αποκαλύπτω, σκάω, ψήνομαι, αποσβένω, κουκουλώνω, απαλύνω, καταπιέζω, περιορίζω, περιορίζω, καταπιέζω, κουκουλώνω, λιώνω, σκάω, βράζω, ψήνομαι, καίγομαι, πνίγω, κατασιγάζω, πιέζω, καταπιέζω, καταπνίγω, πνίγω, καταπίνω, προκαλώ ασφυξία, πεθαίνω από ασφυξία, ελαττώνω, μειώνω, αποτελώ εμπόδιο για κπ, καταστέλλω, συνθλίβω, συγκαλύπτω, καταστέλλω, καταπνίγω, φιμώνω, χαμηλώνω, καταπνίγω, πνίγω, απορροφάω, απορροφώ, φιμώνω, σβήνω, κρύβω, συγκαλύπτω, περιορίζω, τελειώνω, σταματάω, σταματώ, αγκαλιάζω σφιχτά κπ, καλύπτω, σκεπάζω, ασφυκτιώ, πνίγομαι με κτ, συγκάλυψη, κόβω κτ από τη ρίζα του, πνίγομαι, στραβοκαταπίνω, κουκούλωμα, σβήνω, πνίγομαι με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης étouffer
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>verbe transitif (un moteur) |
πνίγωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le meurtrier a étouffé sa victime avec un oreiller. Ο φονιάς έπνιξε το θύμα του με ένα μαξιλάρι. |
καταπνίγω, καταστέλλωverbe transitif (figuré) (ιδέες, ελευθερίες: καταπιέζω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le gouvernement essaye d'étouffer le mouvement démocratique. Η κυβέρνηση προσπαθεί να καταπνίξει το δημοκρατικό κίνημα. |
πνίγω(sujet : chose) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πνίγωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Karen a été reconnue coupable d'avoir étouffé son mari. Η Κάρεν καταδικάστηκε γιατί έπνιξε τον άντρα της. |
εμποδίζω, περιορίζωverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous pensons que la politique économique du gouvernement a étouffé la reprise. |
που σκάει, που λιώνει από τη ζέστηverbe intransitif (καθομ, μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν μαρτυρώ, δεν αποκαλύπτωverbe transitif (figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ma conscience m'interdit d'étouffer ce crime. Η συνείδησή μου δεν με αφήνει να μην αποκαλύψω αυτό το έγκλημα. |
σκάω, ψήνομαιverbe intransitif (μεταφορικά, καθομ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'étouffe ici. Tu peux ouvrir une fenêtre ? |
αποσβένωverbe transitif (Musique) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les murs des salles de répétition disposent de plus d'isolation pour étouffer le bruit. Οι τοίχοι στα δωμάτια για τις πρόβες έχουν επιπλέον μόνωση ώστε να αποσβένουν τους ήχους. |
κουκουλώνωverbe transitif (une affaire, un scandale,...) (αργκό, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απαλύνωverbe transitif (Musique) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταπιέζω, περιορίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περιορίζω, καταπιέζωverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les parents de Pauline étaient très stricts et l'étouffaient constamment. |
κουκουλώνωverbe transitif (une affaire, scandale) (συγκαλύπτω, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les politiciens ont utilisé le rapport pour étouffer le scandale. |
λιώνω, σκάω, βράζω, ψήνομαι, καίγομαιverbe intransitif (personne) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πνίγω, κατασιγάζωverbe transitif (ήχο, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai dû étouffer les cris de mon enfant pendant le film. |
πιέζω, καταπιέζωverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'est comme si les murs l'étouffaient. |
καταπνίγωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai étouffé un rire lorsque Max a trébuché sur son propre pied. |
πνίγω, καταπίνωverbe transitif (figuré : un sentiment) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) James a dû étouffer un rire quand son patron a marché dans une crotte de chien. |
προκαλώ ασφυξία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πεθαίνω από ασφυξία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ελαττώνω, μειώνω(le son, la lumière) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les murs lourdement isolés sont censés réguler le bruit provenant de l'autoroute avoisinante. |
αποτελώ εμπόδιο για κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταστέλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Son arrivée anticipée réprima nos craintes de ne jamais le voir arriver. |
συνθλίβωverbe transitif (κυριολεκτικά, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le dictateur a pu étouffer la rébellion. |
συγκαλύπτω(la vérité) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bien que Sheila ait refusé d'aider Gary à réaliser le vol, elle l'a aidé à le dissimuler par la suite. Αν και η Σίλα αρνήθηκε να βοηθήσει τον Γκάρυ να διαπράξει ληστεία, τον βοήθησε ωστόσο στη συνέχεια να κουκουλώσει το γεγονός. |
καταστέλλω, καταπνίγω, φιμώνωverbe transitif (figuré) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ces contrôles exercés sur les médias vont finir par étouffer la liberté d'expression. Αυτοί οι έλεγχοι στα μέσα ενημέρωσης θα καταστείλουν την ελευθερία του λόγου. |
χαμηλώνωverbe transitif (un bruit) (ήχο, ένταση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'isolation phonique amortit les sons de l'extérieur. |
καταπνίγω, πνίγωverbe transitif (figuré) (μεταφορικά: καταστέλλω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απορροφάω, απορροφώverbe transitif (le son) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les murs de cette pièce étouffent le son. Οι τοίχοι αυτού του δωματίου απορροφούν το θόρυβο. |
φιμώνωverbe transitif (figuré) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le gouverneur a muselé les médias. |
σβήνωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un mauvais professeur a étouffé l'intérêt d'Hillary pour l'écriture créative. Ένας κακός καθηγητής έσβησε το ενδιαφέρον της Χίλαρι για τη δημιουργική γραφή. |
κρύβω, συγκαλύπτω(la vérité) (την αλήθεια, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le candidat a essayé de dissimuler son aventure avec une femme. Ο υποψήφιος προσπάθησε να κρύψει τη σχέση του με μια γυναίκα. |
περιορίζωverbe transitif (figuré : une personne) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τελειώνω, σταματάω, σταματώverbe transitif (une rumeur,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αγκαλιάζω σφιχτά κπverbe transitif (figuré) |
καλύπτω, σκεπάζωverbe transitif (figuré : un son) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ασφυκτιώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'homme paniqua, sentant qu'il pourrait s'asphyxier dans la salle minuscule. |
πνίγομαι με κτ
Karen s'étouffait avec un hot-dog. Η Κάρεν πνίγηκε με ένα χοτ ντογκ. |
συγκάλυψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Taylor a critiqué le rapport du gouvernement comme étant une tentative de dissimulation. |
κόβω κτ από τη ρίζα τουlocution verbale (figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πνίγομαι, στραβοκαταπίνω(κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le vieil homme s'est étouffé avec sa nourriture et est presque devenu bleu avant que le serveur n'arrive pour lui porter secours. Ο ηλικιωμένος άνδρας πνίγηκε ενώ έτρωγε και σχεδόν απέκτησε μπλε χρώμα πριν να φτάσει ο σερβιτόρος για να τον βοηθήσει. |
κουκούλωμαnom féminin (μεταφορικά, καθομιλουμένη: συγκάλυψη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les partis d'opposition ont rejeté le rapport, le qualifiant de tentative de dissimulation par le gouvernement. |
σβήνωverbe transitif (un feu) (στερώντας το οξυγόνο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lorsque la friteuse a pris feu, Peter a utilisé une serviette pour étouffer les flammes. Όταν το τηγάνι έπιασε φωτιά, ο Πήτερ χρησιμοποίησε μια πετσέτα για να σβήσει τις φλόγες. |
πνίγομαι με κτ
Jim manque toujours de s'étouffer avec les cachets qu'il doit prendre Ο Τζιμ πάντα πνίγεται με τα χάπια όταν πρέπει να τα καταπιεί. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του étouffer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του étouffer
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.