Τι σημαίνει το estudios στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης estudios στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του estudios στο ισπανικά.

Η λέξη estudios στο ισπανικά σημαίνει στούντιο, στούντιο, στούντιο, στούντιο, γραφείο, στούντιο, μελέτη, στούντιο, έρευνα, αίθουσα χορού, στούντιο, μελέτη, μελέτη, σπουδή, προσχέδιο, γκαρσονιέρα, σπουδή, χώρος εργασίας, μελέτη, δωμάτιο, γνώσεις, γραφείο, γκαρσονιέρα, αντίληψη, γραφείο, εταιρία, εταιρεία, σκέψη, καλλιτεχνικό εργαστήριο, δοκιμή, διάβασμα, επισκόπηση, σκηνικό, αφοσίωση στις σπουδές, ανατομία, υπό εξέταση, υπό εξέταση, θάλαμος, θαλαμίσκος, βασικό πεδίο σπουδών, μαθητικό βιβλίο, εκμάθηση ξένων γλωσσών, εκμάθηση ξένων γλωσσών, έρευνα αγοράς, οικονομική αξιολόγηση, μελέτη του φυσικού κόσμου, φιλοσοφικό ερώτημα, δοκιμή, προκαταρκτική εξέταση, προπαρασκευαστική μελέτη, έρευνα, αίθουσα χορού, δικηγορικό γραφείο, ατελιέ, στούντιο, μελέτη Αγίας Γραφής, ραδιοτηλεοπτικό στούντιο, επιτόπια μελέτη, φωτογραφικό στούντιο, στούντιο ηχογράφησης, μελέτη ασφαλείας, οδηγός μελέτης, θεματική περιοχή, αστική μορφολογία, επιστήμη διαχείρισης άγριας πανίδας, αίθουσα μελέτης, τομέας σπουδών, βρίσκομαι υπό εξέταση, βρίσκομαι υπό έλεγχο, διεξάγω μια έρευνα, διενεργώ μια έρευνα, μελέτη, προετοιμασία, νυχτερινή μελέτη, επιτόπια μελέτη, κινηματογραφικό στούντιο, κατ' οίκον εκπαίδευση, ομάδα μελέτης, στούντιο ηχογράφησης, πτυχίο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης estudios

στούντιο

(καλλιτέχνης)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Hay cinco arquitectos trabajando en este estudio.
Σε αυτό το γραφείο εργάζονται πέντε αρχιτέκτονες.

στούντιο

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Solo podía pagar un pequeño estudio.

στούντιο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La presentadora de TV está grabando su último programa en ese estudio.
Η παρουσιάστρια της τηλεόρασης γράφει την τελευταία της εκπομπή σε εκείνο το στούντιο.

στούντιο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Están haciendo la película en uno de los principales estudios de Hollywood.

γραφείο

nombre masculino (lugar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Papá está tomando el té en el estudio.
Ο πατέρας πίνει το τσάι του στο γραφείο.

στούντιο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El equipo estaba en el estudio, listo para empezar a grabar.
Η κινηματογραφική ομάδα ήταν στο στούντιο, έτοιμοι να ξεκινήσουν να φιλμάρουν.

μελέτη

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nuestro departamento presentó un estudio en la conferencia.
Το τμήμα μας παρουσίασε μια μελέτη στο συνέδριο.

στούντιο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La banda pasó dos semanas en el estudio grabando su álbum.

έρευνα

nombre masculino (investigación)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El Dr. Morton ayudará a los científicos con su estudio.
Ο Δόκτωρ Μόρτον θα βοηθήσει τους επιστήμονες στην έρευνά τους.

αίθουσα χορού

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La profesora de baile ordenó el estudio después de la clase.
Η καθηγήτρια χορού συμμάζεψε την αίθουσα χορού μετά το μάθημα.

στούντιο

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Philip vive en un estudio en el centro.
Ο Φίλιπ μένει σε ένα στούντιο στο κέντρο της πόλης.

μελέτη

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La botánica es el estudio de las plantas.
Η βοτανική είναι η μελέτη των φυτών.

μελέτη

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las visitas interrumpieron el estudio del alumno.

σπουδή

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La próxima pieza es un estudio para piano en la menor.

προσχέδιο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Da Vinci dibujó numerosos estudios sobre el cuerpo humano.

γκαρσονιέρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando me fui de casa a los dieciséis, solo podía pagar un estudio diminuto en Londres.

σπουδή

nombre masculino (música) (μουσική σύνθεση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χώρος εργασίας

(δωμάτιο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μελέτη

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El estudio requiere una buena organización de tu tiempo.

δωμάτιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tenía un pequeño estudio en el ático de la casa de su tío.
Είχε ένα μικρό δωμάτιο στη σοφίτα του σπιτιού του θείου του.

γνώσεις

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La contribución de Lisa dentro del estudio del francés es muy importante.
Η Λίζα συνείσφερε με σπουδαίες ακαδημαϊκές γνώσεις στον τομέα της γαλλικής γλώσσας.

γραφείο

nombre masculino (δωμάτιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Paul estaba trabajando en el estudio cuando sonó el timbre.
Ο Πωλ εργάζονταν στο γραφείο όταν χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας.

γκαρσονιέρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αντίληψη

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γραφείο

nombre masculino (μέσα στο σπίτι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cerró la puerta de su estudio para no oír el ruido de los niños.

εταιρία, εταιρεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ella dirigía una pequeña agencia de publicidad.
Διευθύνει μια μικρή διαφημιστική εταιρία (or: εταιρεία).

σκέψη

(generalmente plural)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tras algunas consideraciones, Greta rechazó la proposición de Alistair.
Μετά από λίγη σκέψη για την πρόταση του Άλιστερ, η Γκρέτα τον απέρριψε.

καλλιτεχνικό εργαστήριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El artista maestro contrató a muchos ayudantes para trabajar en su taller.

δοκιμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El producto fue objeto de prueba antes de que se aprobara la venta.
Το προϊόν υπόκειτο σε δοκιμή πριν εγκριθεί για πώληση.

διάβασμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tengo que ponerme a estudiar para el examen de mañana.

επισκόπηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La visión general del mercado de arte estuvo muy bien hecha.

σκηνικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hank estaba muy emocionado porque era su primera vez en un plató.

αφοσίωση στις σπουδές

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανατομία

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El experto en economía escribió un libro titulado "Anatomía del crecimiento económico en Beijing".

υπό εξέταση

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Tus sugerencias están actualmente en estudio.

υπό εξέταση

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Gracias por enviar su CV para el puesto de trabajo, su solicitud está en estudio.

θάλαμος, θαλαμίσκος

(general) (βιβλιοθήκη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βασικό πεδίο σπουδών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi principal tema de estudio es el griego y estoy haciendo historia del arte como segunda especialidad.

μαθητικό βιβλίο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εκμάθηση ξένων γλωσσών

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El estudio de idiomas es más efectivo en el país en cuestión.

εκμάθηση ξένων γλωσσών

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tengo un título en matemáticas pero mi verdadero amor es el estudio de idiomas.

έρευνα αγοράς

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Por los resultados del estudio de mercado se decidió cancelar el proyecto.

οικονομική αξιολόγηση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Algunas universidades realizan estudios socioeconómicos para determinar si un estudiante debe recibir una subvención para sus estudios.

μελέτη του φυσικού κόσμου

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi pasión por el estudio de la naturaleza es amplia, va desde la observación de aves hasta el coleccionismo de fósiles.

φιλοσοφικό ερώτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La naturaleza de la conciencia ha sido objeto de estudio filosófico desde Aristóteles.

δοκιμή

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La droga aún no ha sido aprobada pero los resultados del estudio piloto son muy alentadores.

προκαταρκτική εξέταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un estudio preliminar sugiere una relación existente entre fumar de modo pasivo y el cáncer de pulmón, pero se necesitan más estudios para probarlo.

προπαρασκευαστική μελέτη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los estudios preliminares no dieron resultados satisfactorios y el proyecto se canceló.

έρευνα

locución nominal masculina (επιστημονική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un estudio científico reciente ha demostrado que la discriminación sigue siendo habitual en muchos lugares de trabajo.

αίθουσα χορού

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El gimnasio tiene piscina y estudio de danzas.

δικηγορικό γραφείο

nombre masculino (AR)

Cuando haya terminado la escuela de abogacía espera conseguir trabajo en un famoso estudio jurídico.
Όταν τελειώσει τη νομική, ελπίζει να βρει δουλειά σε γνωστό δικηγορικό γραφείο.

ατελιέ, στούντιο

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La mitad del granero se convirtió en un estudio de artista.

μελέτη Αγίας Γραφής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Las mujeres van a tomar un curso de estudio de la Biblia los jueves por la mañana.

ραδιοτηλεοπτικό στούντιο

επιτόπια μελέτη

Fue esencial llevar a cabo un estudio de campo para conocer mejor esa especie de pájaros en su propio hábitat.

φωτογραφικό στούντιο

στούντιο ηχογράφησης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μελέτη ασφαλείας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

οδηγός μελέτης

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
La guía de estudio para el examen era muy larga.

θεματική περιοχή

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αστική μορφολογία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επιστήμη διαχείρισης άγριας πανίδας

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αίθουσα μελέτης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τομέας σπουδών

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
El campo de estudio de Joe es la literatura francesa.

βρίσκομαι υπό εξέταση, βρίσκομαι υπό έλεγχο

locución verbal

Los cambios propuestos están todavía en revisión.
Οι προτεινόμενες αλλαγές του νόμου εξετάζονται ακόμη.

διεξάγω μια έρευνα, διενεργώ μια έρευνα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estuve investigando para mi tesis pero todavía tengo que realizar un estudio para comprobar mi hipótesis.

μελέτη, προετοιμασία

(coloquial)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He hecho el estudio preliminar y estoy preparado para la reunión.
Έχω κάνει τη μελέτη (or: προετοιμασία) μου, και είμαι πανέτοιμος για τη συνάντηση.

νυχτερινή μελέτη

(de noche)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

επιτόπια μελέτη

κινηματογραφικό στούντιο

κατ' οίκον εκπαίδευση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ομάδα μελέτης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

στούντιο ηχογράφησης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πτυχίο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του estudios στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του estudios

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.