Τι σημαίνει το équilibré στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης équilibré στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του équilibré στο Γαλλικά.
Η λέξη équilibré στο Γαλλικά σημαίνει ισορροπημένος, ισορροπία, ευστάθεια, ισορροπημένος, αρμονία, ισορροπία, αντιπροσωπευτικός, ισορροπία, ισορροπημένος, ισορροπημένος, ισορροπημένος, ισορροπία, βάση, νεκρό σημείο, συνετός, αίσθηση της ισορροπίας, ισορροπία, ισορροπία, σταθερότητα, ισοζύγιο, ακέραιος, πλήρης, απόλυτος, στρογγυλεμένος, επί ίσοις όροις, στάση, ισορροπώ, εξισορροπώ, εξισορροπώ, ισιώνω, εξισορροπώ, εξισώνω την πίεση, ισορροπώ, ισορροπώ, ισοσκελίζω, άνισος, εξίσωση, στάθμιση, ανθυγιεινός, επισφαλώς, υπομόχλιο, κατακόρυφος, ισορροπία δυνάμεων, εξισορρόπηση δυνάμεων, υγιεινό γεύμα, πνευματική υγεία, σταθερή κατάσταση, τέλεια ισορροπία, απόλυτη ισορροπία, συνταγματικοί έλεγχοι, ισορροπημένος, βρίσκω τη χρυσή τομή, βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, κάνω συμβιβασμό, εξισορροπώ μία κατάσταση, τέλεια ισορροπία, απόλυτη ισορροπία, ισορροπία πάνω σε επιπλέοντες κορμούς δέντρων, στηριγμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης équilibré
ισορροπημένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Les colonnes du tableau devraient être équilibrées : chaque colonne devrait comporter plus ou moins le même nombre de données. Οι στήλες στο διάγραμμα πρέπει να είναι ισορροπημένες: κάθε στήλη πρέπει να περιέχει περίπου την ίδια ποσότητα πληροφοριών. |
ισορροπία, ευστάθειαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'alcool nuit à l'équilibre. Το αλκοόλ επηρεάζει την ισορροπία (or: ευστάθεια) του ανθρώπου. |
ισορροπημένοςadjectif (régime, repas,...) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il est important de manger des repas équilibrés (or: de manger équilibré) tous les jours. Είναι σημαντικό να τρώμε ισορροπημένα γεύματα κάθε μέρα. |
αρμονία, ισορροπίαnom masculin (harmonie) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous essayons de conserver l'équilibre de notre équipe. Προσπαθούμε να κρατάμε σε αρμονία (or: ισορροπία) τις σχέσεις της ομάδας μας. |
αντιπροσωπευτικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ισορροπίαnom masculin (psychologique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son problème, c'est son manque d'équilibre émotionnel. |
ισορροπημένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Ce n'est pas en te nourrissant de chips, de pain et de yaourts que tu peux affirmer manger équilibré. |
ισορροπημένοςadjectif (personne) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Malgré une enfance difficile, elle est étonnamment équilibrée et épanouie. |
ισορροπημένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) C'est une adolescente en pleine santé et équilibrée, qui se fait facilement des amis. Είναι μία υγιής, ισορροπημένη έφηβη που κάνει εύκολα φίλους. |
ισορροπίαnom masculin (physique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ajouter ne serait-ce qu'un brin d'herbe d'un côté de la balance bouleversera l'équilibre. |
βάση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les nouveaux marins ont bientôt trouvé leur équilibre sur le bateau. |
νεκρό σημείοnom masculin (μεταφορικά: οικονομικά) |
συνετόςadjectif (figuré) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle travaille, s'occupe de sa famille et a des loisirs : c'est une femme équilibrée. |
αίσθηση της ισορροπίας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) J'ai la tête qui tourne comme si j'avais perdu l'équilibre. |
ισορροπίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ισορροπία(mental) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Naomi prend des médicaments pour maintenir son équilibre émotionnel. |
σταθερότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Greg a l'impression de ne pas avoir d'équilibre dans sa vie depuis qu'il est intérimaire. |
ισοζύγιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le scientifique étudie l'équilibre délicat entre les deux composés. |
ακέραιος, πλήρης, απόλυτος(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) En tant que personne complète, John excelle à l'école aussi bien qu'en sport et en musique. |
στρογγυλεμένος(μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le documentaire aurait pu donner une vision plus complète du sujet. |
επί ίσοις όροιςadjectif (mariage) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στάση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ισορροπώ, εξισορροπώverbe transitif (harmoniser) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sheila a recours au Feng Shui pour tenter d'équilibrer les énergies de sa maison. |
εξισορροπώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ισιώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'équipage du navire a pu équilibrer l'angle du pont après que la tempête l'eut endommagé. |
εξισορροπώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξισώνω την πίεσηverbe transitif (Plongée) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ισορροπώverbe transitif (κάτι, κάτι σε/πάνω σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le cycliste a posé sa bouteille en équilibre sur un rocher. Ο πεζοπόρος ισορρόπησε το μπουκάλι με το νερό πάνω σε μια πέτρα. |
ισορροπώlocution verbale (personne) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand on a un problème d'oreille interne, on ne tient pas bien en équilibre. Άτομα με προβλήματα του έσω ωτός δεν μπορούν να κρατήσουν ισορροπία. |
ισοσκελίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
άνισος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'était un match inégal ; l'un des lutteurs faisait deux fois la taille de l'autre ! |
εξίσωση, στάθμιση(figuré) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανθυγιεινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επισφαλώς(soutenu) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
υπομόχλιο(μηχανική) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La planche était en équilibre sur un pivot (or: point d'appui) central. |
κατακόρυφος(Gymnastique) (στάση γυμναστικής) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ισορροπία δυνάμεων, εξισορρόπηση δυνάμεωνnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'équilibre des pouvoirs a changé quand le roi est tombé malade et que le parlement est devenu plus indépendant. |
υγιεινό γεύμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πνευματική υγείαnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σταθερή κατάστασηnom masculin (φυσική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τέλεια ισορροπία, απόλυτη ισορροπίαnom masculin Chez une personne en bonne santé, les taux de sodium et de potassium dans les reins sont en parfait équilibre. |
συνταγματικοί έλεγχοι
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Il y a beaucoup de pouvoirs et contrepouvoirs dans le système pour s'assurer le minimum d'erreurs. |
ισορροπημένοςlocution adjectivale (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
βρίσκω τη χρυσή τομήlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu dois trouver le juste milieu (or: le juste équilibre) entre les jeux vidéos et les devoirs. |
βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, κάνω συμβιβασμό, εξισορροπώ μία κατάσταση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Qu'est-ce qui est le plus important, la productivité ou la qualité ? il faut simplement trouver le juste milieu (or: le juste équilibre). |
τέλεια ισορροπία, απόλυτη ισορροπίαnom masculin (μεταφορικά) |
ισορροπία πάνω σε επιπλέοντες κορμούς δέντρωνnom masculin (sport) (αμερικάνικο σπορ) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
στηριγμένοςlocution adjectivale (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le verre était en équilibre sur l'accoudoir de la chaise. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του équilibré στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του équilibré
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.