Τι σημαίνει το encouraging στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης encouraging στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του encouraging στο Αγγλικά.

Η λέξη encouraging στο Αγγλικά σημαίνει ενθαρρυντικός, εμψυχωτικός, που σε ενθραρρύνει, που σε εμψυχώνει, που σε στηρίζει, ενθαρρύνω, παροτρύνω, ενθαρρύνω κπ να κάνει κτ, αναθαρρώ, εμψυχώνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης encouraging

ενθαρρυντικός, εμψυχωτικός

adjective (information: giving hope)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The initial reports on the feasibility of the project were encouraging, so the director decided to go ahead.
Οι αρχικές αναφορές για την σκοπιμότητα του έργου ήταν ενθαρρυντικές, έτσι ο διευθυντής αποφάσισε να προχωρήσει.

που σε ενθραρρύνει, που σε εμψυχώνει, που σε στηρίζει

adjective (person: supportive)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Paul isn't very academic, but luckily he has encouraging teachers.
Ο Πωλ δεν είναι και πολύ του διαβάσματος, ευτυχώς όμως έχει δασκάλους που τον ενθαρρύνουν.

ενθαρρύνω, παροτρύνω

transitive verb (urge, support)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher encouraged them to discuss the book in class.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Διέκρινα το ταλέντο της και την προέτρεψα (or: παρακίνησα) ν' ασχοληθεί με το θέατρο.

ενθαρρύνω κπ να κάνει κτ

verbal expression (urge, support to do)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The teacher encouraged them to discuss the book in class.

αναθαρρώ

transitive verb (hearten) (εγώ ο ίδιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She was encouraged by his kind words after her husband's death.
Πήρε κουράγιο από τα καλά του λόγια μετά τον θάνατο του συζύγου της.

εμψυχώνομαι

transitive verb (embolden)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They were encouraged by the coach's speech.
Πήραν τα πάνω τους από τον λόγο του προπονητή τους.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του encouraging στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του encouraging

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.