Τι σημαίνει το emitir στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης emitir στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του emitir στο ισπανικά.

Η λέξη emitir στο ισπανικά σημαίνει διανέμω, εκπέμπω, εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, αποβάλλω, εκδιώκω, εκπέμπω, στέλνω, αναδίδω, αποπνέω, βγάζω, μεταδίδω, αναδίδω, αναδίνω, εκδίδω, ασκώ, μεταδίδω, ακτινοβολώ, εκπέμπω, εκπέμπω, αναδίδω, εκπέμπω, βγάζω, μεταδίδω, εκπέμπω, μεταδίδω, μεταδίδω, αναδίδω, εκπέμπω, μεταδίδω, μεταδίδω, απεκκρίνω, εκδίδω, βροντάω, βροντώ, δείχνω κτ σε επανάληψη, προβάλλω κτ σε επανάληψη, βγάζω διαταγή, εκδίδω διαταγή, βγάζω ανακοίνωση, ψηφίζω, εκπέμπω, αναδίδω, εκδίδω ένταλμα, εκδίδω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, βγάζω μιλιά, αρνούμαι δημοσίως, έχω κόμπο στο λαιμό, αερίζομαι, δεν μεταδίδω, κάνω έναν ήχο, βγάζω έναν ήχο, κάνω μπιπ, εκπέμπω μέσω καλωδιακής τηλεόρασης, βγάζω ετυμηγορία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης emitir

διανέμω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El mes entrante van a expedir las nuevas tarjetas de membresía.
Θα δώσουν νέες κάρτες μελών τον άλλο μήνα.

εκπέμπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El horno despide suficiente calor como para mantener la habitación caliente.

εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, αποβάλλω, εκδιώκω

(διώχνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando funciona normalmente el medidor emite un bip corto cada hora.

εκπέμπω, στέλνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La estación de radio está emitiendo una señal.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός εκπέμπει σήμα.

αναδίδω, αποπνέω

(βγάζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No sé que le pasa a Juan, no emite sonido desde que se levantó.

βγάζω

verbo transitivo (απόφαση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jurado emitió veredicto de inocencia.
Ο δικαστής έβγαλε απόφαση πως δεν είναι ένοχος.

μεταδίδω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El tránsito paró cuando emitieron la imagen de un arma en el puente.

αναδίδω, αναδίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mantente alejado del contenedor porque emite gases peligrosos.

εκδίδω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gobierno emitió un comunicado negando el escándalo.

ασκώ

verbo transitivo (κριτική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El columnista emitió una opinión contraria a los planes del candidato.

μεταδίδω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Con este dispositivo podemos emitir nuestro programa de radio hasta en China.

ακτινοβολώ, εκπέμπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En seguida el fuego radiaba calor a toda la habitación.
Η φωτιά σύντομα εξέπεμπε θερμότητα σε όλο το δωμάτιο.

εκπέμπω, αναδίδω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Judy emana un fuerte olor a perfume cuando pasa.
Όταν περνάει η Τζούντυ αναδίδει μια έντονη μυρωδιά κολόνιας.

εκπέμπω

(calor)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las estrellas dan calor y luz.

βγάζω

(documento)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μεταδίδω, εκπέμπω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La vieja estación de radio no transmite más.
Ο παλιός ραδιοφωνικός σταθμός δεν εκπέμπει πια.

μεταδίδω

(στην τηλεόραση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μεταδίδω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las noticias se transmiten a las 6 todos los días de semana.
Τα τοπικά νέα μεταδίδονται στις έξι το απόγευμα τις καθημερινές.

αναδίδω, εκπέμπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Liza emana un aire de gracia y sofisticación.

μεταδίδω

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Todas las cadenas de televisión transmitirán el debate.
Όλα τα δίκτυα θα μεταδώσουν τη συζήτηση.

μεταδίδω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El partido será transmitido en vivo este fin de semana.
Ο αγώνας θα μεταδοθεί ζωντανά αυτό το σαββατοκύριακο.

απεκκρίνω

(líquidos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El petrolero estaba vertiendo miles de galones de petróleo al mar.

εκδίδω

(sentencia)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jurado emitió una sentencia de no culpable.

βροντάω, βροντώ

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tim no había comido en todo el día y su estómago gruñía.
Ο Τιμ δεν είχε φάει όλη την ημέρα και το στομάχι του γουργούριζε.

δείχνω κτ σε επανάληψη, προβάλλω κτ σε επανάληψη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Van a retransmitir el documental sobre música blues esta noche.

βγάζω διαταγή, εκδίδω διαταγή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El general dio una orden para que sus hombres se prepararan para el combate.

βγάζω ανακοίνωση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El FBI hizo una declaración en la que negaba que el periodista estuviera bajo investigación.

ψηφίζω

(formal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El Diputado emitió su voto a favor de la enmienda.

εκπέμπω, αναδίδω

(θερμότητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los focos de luz incandescente emiten más que nada calor, la luz es una consecuencia.
Οι παραδοσιακοί λαμπτήρες πυρακτώσεως αρχικά εκπέμπουν θερμότητα. Το φως είναι υποπροϊόν.

εκδίδω ένταλμα

(νομικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκδίδω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων

(νομικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La celebridad estuvo aliviada cuando el juez emitió una orden restrictiva contra su acosador.

βγάζω μιλιά

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No emitas sonido hasta que se vaya. No quiero que sepa que estamos aquí.

αρνούμαι δημοσίως

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Su abogado emitió un desmentido que fue ampliamente difundido por los medios de comunicación.

έχω κόμπο στο λαιμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αερίζομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un bebé puede tener gases hasta 20 veces al día.

δεν μεταδίδω

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nuestra radio local deja de emitir a medianoche, y entonces ya no hay más programas para escuchar.

κάνω έναν ήχο, βγάζω έναν ήχο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi reloj emite un sonido de pájaro cada vez que marca la hora.

κάνω μπιπ

(electrónico)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

εκπέμπω μέσω καλωδιακής τηλεόρασης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βγάζω ετυμηγορία

El tribunal está a punto de dar dictamen.
Το δικαστήριο είναι έτοιμο να βγάλει ετυμηγορία.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του emitir στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.