Τι σημαίνει το elle στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης elle στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του elle στο Γαλλικά.

Η λέξη elle στο Γαλλικά σημαίνει αυτή, αυτή, εκείνη, -, -, του, της, του, -, -, αυτός/αυτή, δικός της, δικοί της, διστακτικός, αναπαύσου εν ειρήνη, σπίτι, τον εαυτό του, σπίτι, ίδιος, εαυτός, ίδιος, εσωστρεφής, είναι, θα, θα, θα έπρεπε, δεν είχα, δεν παίρνει στροφές, δεν παίρνει μπρος, δεν στροφάρει, μου αρέσει, Καλό!, λέω κτ φεύγοντας, από μόνος μου, έχει, είχε, όπως ήταν, προσωπικά, αυτός καθεαυτός, που με βοηθάει να ξεπεράσω έναν χωρισμό, άτομα του ίδιου είδους με κπ, άτομα της ίδιας πάστας με κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης elle

αυτή

pronom (personne)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Elle est grande. // C'est elle la responsable. // J'ai de plus jolies chaussures qu'elle.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Εκείνη ευθύνεται. Έχω πιο ωραία παπούτσια από εκείνη.

αυτή, εκείνη

pronom (après une préposition)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Je ne l'ai jamais rencontrée mais sa mère m'a beaucoup parlé d'elle.
Δεν την ξέρω, αλλά έχω ακούσει πολλά για αυτήν από τον αδερφό μου.

-

(bateau) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
« Il est beau, ce bateau », déclara le capitaine en inspectant son navire.
«Πρόκειται για πολύ καλό σκάφος», ανακοίνωσε ο καπετάνιος αφού επιθεώρησε το πλοίο.

-

(sujet : masculin) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
J'ai perdu mon stylo. Il était sur le bureau.
Έχασα το στυλό μου, ήταν πάνω στο γραφείο μου.

του, της, του

(après une préposition)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Ce sac de couchage te sera vraiment indispensable, ne pars pas sans lui !
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έβαλε το βιβλίο πάνω σε αυτό.

-

(animal non déterminé) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Vue la taille des empreintes, ce doit être un adulte.
Κρίνοντας από το μέγεθος τον αποτυπωμάτων, πρέπει να είναι μεγάλο.

-

(groupe) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ce groupe d'étudiants était pacifiste et je trouve qu'il ne méritait pas d'être malmené à ce point par la police.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το πλήθος διαλύθηκε όταν έφυγε από την κεντρική πλατεία.

αυτός/αυτή

(par défaut) (γραπτό: όταν δεν ξέρω το φύλο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lorsque votre bébé pleure, c'est parfois parce qu'il a faim.

δικός της

(κτητικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ce livre, c'est le tien ou le sien ? Ma robe est pas mal, mais la sienne est plus jolie.
Εκείνο το βιβλίο είναι αυτηνής ή δικό μου;

δικοί της

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ces chaussures sont les siennes ou les tiennes ?
Αυτά τα παπούτσια είναι δικά της ή δικά σου; Τα δικά της είναι αυτά με τις ζωγραφιστές καρδούλες.

διστακτικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le juge a forcé le témoin réticent à se présenter au tribunal pour témoigner.

αναπαύσου εν ειρήνη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La pierre tombale portait l'inscription « R.I.P. ».

σπίτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τον εαυτό του

(réfléchi : avec "on") (αυτοπαθές)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Ο τύπος δεν μπορεί να αυτολογοκριθεί.

σπίτι

(νοικοκυριό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sa maison est toujours pleine de bruit et de bonne humeur.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το σπιτικό του είναι πάντα χαρούμενο και γεμάτο θόρυβο.

ίδιος

pronom (emphatique)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
C'est ma mère elle-même qui me l'a dit.
Από τη μητέρα μου το έμαθα, η ίδια μου το είπε.

εαυτός

pronom

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Elle avait de la fièvre et n'était plus elle-même.

ίδιος

(emphatique : avec "on")

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

εσωστρεφής

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

είναι

(αυτή: γ' πρόσωπο)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Elle est grande.

θα

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Ne dis pas à maman que j'ai cassé le vase ou elle sera fâchée contre moi.

θα

(hypothèse, condition)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Vicky est très directe. Si elle ne t'aimait pas, elle te le dirait, crois-moi !

θα έπρεπε

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tu aurais dû faire ce que j'ai dit.

δεν είχα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il était évident que Karen n'avait pas vu l'article de journal.
Ήταν προφανές ότι η Κάρεν δεν είχε δει το άρθρο της εφημερίδας. Εξεπλάγην όταν είδα τον Τζεφ, δεν περίμενα να είναι στο πάρτυ.

δεν παίρνει στροφές, δεν παίρνει μπρος, δεν στροφάρει

(figuré, familier) (μυαλό, άτομο)

μου αρέσει

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Quelle jolie robe ! J'adore !

Καλό!

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λέω κτ φεύγοντας

(littéraire)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η ηθοποιός ήταν έξαλλη και ως χαριστική βολή αποκάλεσε τον παρουσιαστή της εκπομπής ηλίθιο.

από μόνος μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχει

(αυτή: γ' πρόσωπο)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)

είχε

(récit, description)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand je suis tombée sur Lucie, elle avait été en vacances et elle était très bronzée.

όπως ήταν

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Harry préférait la pièce comme elle était, pas avec le nouveau décor.

προσωπικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Pour ma part, j'aime la musique classique, même si ce n'est le cas d'aucun de mes amis.

αυτός καθεαυτός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le plan en lui-même n'est pas mauvais, mais il pourrait entraîner des conséquences imprévues.

που με βοηθάει να ξεπεράσω έναν χωρισμό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Paul et Wendy ? Paul se remet d'une déception amoureuse ; il a encore des sentiments pour Rachel.
Ο Πολ και η Γουέντυ; Αυτό είναι μόνο για να ξεπεράσει τον χωρισμό του; ακόμα δεν έχει ξεκολλήσει από τη Ρέιτσελ.

άτομα του ίδιου είδους με κπ, άτομα της ίδιας πάστας με κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ma mère m'a interdit de sortir avec des garçons dans son genre. Tu vas t'attirer des ennuis si tu traînes avec des gens dans son genre.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του elle στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.