Τι σημαίνει το educated στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης educated στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του educated στο Αγγλικά.
Η λέξη educated στο Αγγλικά σημαίνει μορφωμένος, εκπαιδεύω, διαφωτίζω, ενημερώνω, δείχνω κτ σε κπ, μαθαίνω κτ σε κπ, ενημερώνω κπ για κτ, εκπαιδεύω, εµπεριστατωµένη εικασία, με υψηλό επίπεδο μόρφωσης, αυτοδίδακτος, πολύ μορφωμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης educated
μορφωμένοςadjective (person: erudite) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The company's staff is made up of educated individuals. Το προσωπικό της εταιρείας αποτελείτε από μορφωμένα άτομα. |
εκπαιδεύωtransitive verb (instruct) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαφωτίζω, ενημερώνωtransitive verb (inform, enlighten) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δείχνω κτ σε κπ, μαθαίνω κτ σε κπtransitive verb (instruct) Who will educate the children in the proper care of their textbooks? Ποιος θα μιλήσει στα παιδιά για τη σωστή φροντίδα των βιβλίων τους; |
ενημερώνω κπ για κτtransitive verb (inform, enlighten) The doctor educated us about the dangers of antibiotics. Ο γιατρός μας ενημέρωσε για τους κινδύνους των αντιβιοτικών. |
εκπαιδεύωtransitive verb (provide education for) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The state educates all children up to the age of 16. Το κράτος μορφώνει όλα τα παιδιά ως και την ηλικία των 16. |
εµπεριστατωµένη εικασίαnoun (informed estimate) To make an educated guess, I think it will cost about half a million. |
με υψηλό επίπεδο μόρφωσηςadjective (academic, erudite) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυτοδίδακτοςadjective (having taught oneself) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πολύ μορφωμένοςadjective (high level of education) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Amy wants a boyfriend who is rich, handsome, funny, and well educated. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του educated στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του educated
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.