Τι σημαίνει το dulce στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dulce στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dulce στο ισπανικά.
Η λέξη dulce στο ισπανικά σημαίνει γλυκός, γλυκός, γλυκό, γλυκός, συμπαθής, αξιαγάπητος, γλυκιά γεύση, αξιαγάπητος, γλυκό, γλύκισμα, γλυκός, γλυκέ μου, γλυκιά μου, fudge, φατζ, γλυκό, γλυκάκι, γλυκός, γλυκός, ήπιος, πράος, απαλός, ήπιος, γλυκός, γλυκό, γλύκισμα, γλυκό, μαρμελάδα, πολύ γλυκός, ήρεμος, χαλαρός, τρυφερός, στοργικός, γλυκά, ήπιος, ήσυχος, ήρεμος, γλυκούτσικος, φοντάν, καραμέλα βουτύρου, κρασί από ρύζι, γλύκα, είδος γλυκιάς κρέμας, του γλυκού νερού, γλυκός σαν μέλι, σπίτι μου σπιτάκι μου, γλυκό με καραμέλα, τοξότης, στεριανός, γλυκό νερό, έθιμο του Χαλοουίν, περιτύλιγμα καραμέλας, σοκολατάκι, γλυκό κρασί που συνοδεύει επιδόρπιο, λίμνη του γλυκού νερού, αγάπη, τρυφερότητα, στοργή, μαρμελάδα πορτοκάλι, σοκολάτα, γλυκατζής, γλυκατζού, γλυκό κρασί, σοκολάτα, ανθρακοχάλυβας, χριστουγεννιάτικο κέϊκ, καραμέλα γάλακτος, κρέμα σαντιγί, μαρμελάδα βερίκοκο, μαργαριτάρι γλυκού νερού, γλυκό κεράσι, με γλυκό νερό, γλυκός σαν μέλι, φάρσα ή κέρασμα, φλογέρα, μεγάλος αριθμός, ζουζουνάκι, αγαπουλίνι, μωρουλίνι, γλυκουλίνι, κουτσούνι, κουτσουνάκι, μαλακός χάλυβας, τσουρεκάκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dulce
γλυκόςadjetivo de una sola terminación (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Este postre es muy dulce. Αυτό το επιδόρπιο είναι πολύ γλυκό. |
γλυκόςadjetivo de una sola terminación (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Prefiero las meriendas dulces a las saladas. Προτιμώ τα γλυκά από τα αλμυρά σνακ. |
γλυκό
No tenemos dulces en la casa. Δεν έχουμε γλυκίσματα στο σπίτι. |
γλυκόςadjetivo (μτφ: όχι θαλασσινός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Esta fuente provee el agua dulce. |
συμπαθής, αξιαγάπητος(figurado) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) James es un hombre dulce. |
γλυκιά γεύσηnombre masculino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) James prefiere lo salado a lo dulce. |
αξιαγάπητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tienes un perro adorable. Ο σκύλος σου είναι πολύ γλυκός. |
γλυκό, γλύκισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γλυκός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un aroma agradable provenía de la cocina. Μια γλυκιά μυρωδιά ήρθε από την κουζίνα. |
γλυκέ μου, γλυκιά μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
fudge, φατζ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Anne les compró dulce a sus hijos. Η Άν αγόρασε λίγο φατζ για τα παιδιά της. |
γλυκό, γλυκάκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La abuela de John le dio unos dulces. Η γιαγιά του Τζον του έδωσε μερικές καραμέλες. |
γλυκόςadjetivo (νερό: όχι αλμυρό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Esta pecera está llena de agua dulce, no de agua de mar. Αυτό το ενυδρείο είναι γεμάτο με γλυκό νερό, όχι με θαλασσινό. |
γλυκός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ήπιος, πράος(άνθρωπος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fred era un ser amable y todos los querían. Ο Φρεντ ήταν ένας πράος άνθρωπος, αγαπητός από όλους. |
απαλός, ήπιος(sabor) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El vino tenía un agradable y suave sabor. Το κρασί είχε μια ωραία απαλή γεύση. |
γλυκός(μουσική) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) En Navidad se escuchan las melodiosas notas de los villancicos en todo el pueblo. |
γλυκό, γλύκισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γλυκό
|
μαρμελάδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A Fred le gustaba ponerle mermelada de grosellas al pan. Στον Φρεντ άρεσε να βάζει μαρμελάδα από κόκκινα μούρα στο ψωμί του. |
πολύ γλυκός
Los niños amaban el gusto azucarado de los dulces. |
ήρεμος, χαλαρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El restaurante era suave y calmado, lo que lo convertía en un lugar ideal para hablar. Το εστιατόριο ήταν χαλαρό και ήρεμο, γεγονός που το καθιστούσε καλό μέρος για να συζητήσεις. |
τρυφερός, στοργικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La amable esposa de Peter lo animó cuando él perdió su empleo. Η στοργική γυναίκα του Πίτερ τον παρηγόρησε όταν έχασε τη δουλειά του. |
γλυκά
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
ήπιος, ήσυχος, ήρεμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tim era una persona agradable y era fácil llevarse bien con él. Ο Τιμ ήταν ένας πολύ ήρεμος άνθρωπος και μπορούσες εύκολα να τα πας καλά μαζί του. |
γλυκούτσικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φοντάν(voz francesa) (ζαχαροπλαστική) La tarta estaba recubierta de una capa de fondant dulce. |
καραμέλα βουτύρου
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Ian masticó un tofe mientras esperaba a su hijo. |
κρασί από ρύζι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γλύκα(figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Me encanta Amy, es un bombón. |
είδος γλυκιάς κρέμας
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
του γλυκού νερούlocución adjetiva (pez) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En el lago viven muchas especies de peces de agua dulce. |
γλυκός σαν μέλιlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ¡Estas magdalenas son dulces como la miel! |
σπίτι μου σπιτάκι μουlocución interjectiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γλυκό με καραμέλα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τοξότηςlocución nominal masculina (ψάρι) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
στεριανός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γλυκό νερό
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) El dorado es un pez de agua dulce. Κολυμπάω μόνο σε γλυκό νερό. Η πέρκα είναι αποκλειστικά ψάρι του γλυκού νερού. |
έθιμο του Χαλοουίν
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Pedir dulces es lo único que me gusta de la noche de brujas. |
περιτύλιγμα καραμέλας(PR) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σοκολατάκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Una caja de bombones de chocolate es un regalo perfecto para la anfitriona. |
γλυκό κρασί που συνοδεύει επιδόρπιο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El vino dulce es demasiado dulce para mi gusto. |
λίμνη του γλυκού νερούnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αγάπη, τρυφερότητα, στοργήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La amaba profundamente y siempre la trataba con dulce amabilidad. |
μαρμελάδα πορτοκάλιnombre masculino (AR) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Para el desayuno, normalmente tomo una tostada con dulce de naranja y una taza de té. |
σοκολάταnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γλυκατζής, γλυκατζού
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Mi hijo pequeño tiene gusto por lo dulce, se come cualquier cosa que tenga azúcar. Ο μικρός μου γιος είναι πολύ γλυκατζής. Τρώει οτιδήποτε έχει ζάχαρη. |
γλυκό κρασίlocución nominal masculina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Los vinos dulces suelen servirse con el postre. |
σοκολάτα(CL) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Una barra de dulce no es un tentempié saludable. Η σοκολάτα δεν είναι υγιεινό σνακ. Συνήθως, μπορείς να αγοράσεις σοκολάτες από κάποιον αυτόματο πωλητή. |
ανθρακοχάλυβαςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χριστουγεννιάτικο κέϊκlocución nominal masculina (PA) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καραμέλα γάλακτος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) De postre comimos flan con dulce de leche. |
κρέμα σαντιγίlocución nominal femenina (CR) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μαρμελάδα βερίκοκο(AR, CL) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Me gusta ponerle mermelada (or: dulce) de damasco a las tostadas en el desayuno. |
μαργαριτάρι γλυκού νερούnombre femenino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Las perlas marinas tienen más valor que las perlas de agua dulce. |
γλυκό κεράσιlocución nominal masculina (δέντρο) |
με γλυκό νερόlocución adjetiva (lago) (λίμνη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El lago está cerca del océano, pero todavía es una masa de agua dulce. |
γλυκός σαν μέλιlocución adjetiva (figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La primera vez que te vi, tu cara inocente me pareció dulce como la miel. |
φάρσα ή κέρασμα(σπάνιο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los niños tocaron la puerta y gritaron, ¡truco o trato! Τα παιδιά χτύπησαν την πόρτα και φώναξαν: «Φάρσα ή κέρασμα!» |
φλογέραlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La flauta dulce es a menudo el primer instrumento que aprenden a tocar los niños. |
μεγάλος αριθμόςexpresión (AR, coloquial) Me acordé de esta receta porque es buena época de pesca , se sacan corvinas como para hacer dulce y es una buena forma de aprovecharlas. |
ζουζουνάκι, αγαπουλίνι, μωρουλίνι, γλυκουλίνι, κουτσούνι, κουτσουνάκιlocución nominal femenina (figurado) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mi perita en dulce me dio un beso antes de irse a la cama. |
μαλακός χάλυβαςlocución nominal masculina |
τσουρεκάκιlocución nominal masculina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dulce στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του dulce
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.