Τι σημαίνει το disparar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης disparar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του disparar στο ισπανικά.

Η λέξη disparar στο ισπανικά σημαίνει πυροβολώ, πυροβολώ, πυροβολώ, πυροβολώ κπ/κτ σε κτ, πυροβολώ, φωτογραφίζω, σουτάρω, λέω, εκτινάσσομαι, πάμε, ρίχνω, αρχίζω να πυροβολώ, αρχίζω να ρίχνω, εκτοξεύω, εκτινάσσω, αδειάζω, κάνω, αδειάζω, πυροβολώ, ρίχνω, πυροβολώ, γαζώνω κτ/κπ με κτ, ενεργοποιώ, σουτάρω, ανοίγω πυρ, ρίχνω σε κτ/κπ, εκσφενδονίζω, πυροβολώ, πυροβολώ, σουτάρω, δεν ρίχνω αρκετά μακριά, πυροβολώ, γαζώνω, πυροβολώ, εξαπολύω πυρά εναντίον κάποιου, ανοίγω πυρ κατά κάποιου, ρίχνω στο γόνατο, πυροβολώ στο γόνατο, δεν φτάνω, πυροβολώ με τέιζερ, σκοτώνω πυροβολώντας, γαζώνω, βάλλω κατά ριπάς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης disparar

πυροβολώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El padre de Robert le enseñó cómo disparar cuando era un niño.
Όταν ο Ρόμπερτ ήταν μικρό παιδί, ο πατέρας του του δίδαξε πώς να πυροβολεί (or: να ρίχνει).

πυροβολώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Disparó el arma.
Πυροβόλησε.

πυροβολώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dispararon sus armas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο ληστής πυροβόλησε την ηλικιωμένη.

πυροβολώ κπ/κτ σε κτ

Al soldado le dispararon en la pierna.
Ο στρατιώτης δέχθηκε πυροβολισμό στο πόδι.

πυροβολώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Apunta tu arma y luego dispara.
Σημάδεψε με το όπλο σου και μετά πυροβόλησε.

φωτογραφίζω

(fotografía)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¡Mejor dispara ya, antes de que oscurezca más!

σουτάρω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Disparó justo cuando se acababa el tiempo de juego.

λέω

(coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quisiera escuchar tu opinión. Cuando estés listo, dispara.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Γιατί φοβάσαι να μου πεις το μυστικό σου; Άντε ρίχτο!

εκτινάσσομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Compra ahora todo lo que puedas porque en verano los precios se dispararán.
Αγόρασε όσο πιο πολλά μπορείς τώρα επειδή το καλοκαίρι οι τιμές θα εκτιναχθούν.

πάμε

(coloquial, figurado) (καθομιλουμένη)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Profesor, ¿puedo hacerle una pregunta? ¡Por supuesto! Dispara.

ρίχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El pistolero disparó tres tiros antes que la policía lo capturara.

αρχίζω να πυροβολώ, αρχίζω να ρίχνω

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuando tengas al venado en la mira, dispara.

εκτοξεύω, εκτινάσσω

verbo transitivo (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jugador de béisbol disparó la pelota hacia el cielo.

αδειάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El cazador disparó el arma sobre el oso, que inmediatamente cayó al suelo.

κάνω

(informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Disparaste diez preguntas, pero no escuchaste las respuestas.

αδειάζω

verbo transitivo (μεταφορικά: όπλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El soldado disparó su arma.
Ο στρατιώτης άδειασε το όπλο του.

πυροβολώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vi fugazmente al objetivo así que disparé unos cuantos tiros.
Είδα στα πεταχτά το στόχο και έριξα μερικές βολές.

ρίχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El comandante dio orden de disparar los torpedos al barco enemigo.
Ο κυβερνήτης έδωσε εντολή να ρίξουμε τις τορπίλες στο εχθρικό πλοίο.

πυροβολώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El infame gángster disparó a dos policías esa noche.

γαζώνω κτ/κπ με κτ

El hombre disparó balas dentro del auto.

ενεργοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Activó la alarma cuando abrió la puerta trasera.
Ενεργοποίησε έναν συναγερμό όταν άνοιξε την πίσω πόρτα.

σουτάρω

(για γκολ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él pateó tres tiros penales durante el partido.
Σούταρε τρία πέναλτι κατά τη διάρκεια του αγώνα.

ανοίγω πυρ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Abrieron fuego ni bien vieron que tenía un arma. Si ves un lobo, abre fuego.

ρίχνω σε κτ/κπ

Cuando veas que tu blanco se aproxima, apunta tu arma y trata de acertar. Traté de acertar el ciervo, pero fallé.

εκσφενδονίζω

(béisbol)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jugador lanzó una bola rápida hacia su compañero de equipo.

πυροβολώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los soldados dispararon al enemigo.
Οι στρατιώτες άνοιξαν πυρ (or: έβαλαν) κατά του εχθρού.

πυροβολώ

(κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los soldados le estaban disparando a los enemigos.
Οι στρατιώτες πυροβολούσαν τον εχθρό.

σουτάρω

(básquet)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El jugador decidió pasar el balón en lugar de lanzarla a canasta.

δεν ρίχνω αρκετά μακριά

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πυροβολώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En cuanto dé la orden, abran fuego sobre el acorazado.

γαζώνω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πυροβολώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξαπολύω πυρά εναντίον κάποιου, ανοίγω πυρ κατά κάποιου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los soldados en la torre le dispararon a la gente indefensa que estaba debajo.

ρίχνω στο γόνατο, πυροβολώ στο γόνατο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En las películas, los buenos nunca matan, solo disparan a la rodilla de sus enemigos.

δεν φτάνω

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πυροβολώ με τέιζερ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκοτώνω πυροβολώντας, γαζώνω

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La pandilla del alguacil mató a tiros a los bandidos cuando intentaban fugarse.

βάλλω κατά ριπάς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του disparar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.