Τι σημαίνει το développé στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης développé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του développé στο Γαλλικά.

Η λέξη développé στο Γαλλικά σημαίνει εξελίσσω, βελτιώνω, παρουσιάζω, εμφανίζω, αναπτύσσω, αναπτύσσω, αναπτύσσω, αναπτύσσω, βρίσκω, αναπτύσσω, αναλύω, επεξηγώ, αναπτύσσω, αναλύω, φτιάχνω, κατασκευάζω, δημιουργώ, αναπτύσσω, αναπτύσσω, αναπτύσσω, αστικοποιώ, προσθέτω, επεξήγηση, ανάπτυξη, εξηγώ, ερμηνεύω, βγάζω, χτίζω, οξύνω, αναπτύσσω, αναλύω, ενισχύω, αυξάνω, διεγείρω, ανεπτυγμένος, ανεπτυγμένος, οξύς, αναπτύσσομαι, αναπτύσσομαι, ευδοκιμώ, αστικοποιούμαι, βγαίνω, αναπτύσσομαι, ευδοκιμώ, επικαιρότητα, επεκτείνομαι, παγκοσμιοποιούμαι, κύρος, προέρχομαι από κτ, βγάζω φύλλα, βγάζω φύλλα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης développé

εξελίσσω, βελτιώνω

(améliorer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'est lui qui a développé le produit jusqu'à son niveau technologique actuel.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Εξέλιξε το πρόγραμμα του υπολογιστή μέχρι το επίπεδο στο οποίο είναι σήμερα.

παρουσιάζω

(Médecine : maladie grave)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cet enfant développe une maladie génétique rare.

εμφανίζω

verbe transitif (Photographie)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jeanne a donné les pellicules de son mariage à développer.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι ψηφιακές μηχανές δεν έχουν φιλμ που να πρέπει να εμφανιστεί σε κάποιο κατάστημα.

αναπτύσσω

verbe transitif (thème musical)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le compositeur a développé le thème, les bois succédant aux cordes.

αναπτύσσω

verbe transitif (une aptitude)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le professeur aidait les étudiants à développer leurs compétences en écriture créative.
Ο δάσκαλος βοήθησε τους μαθητές του να αναπτύξουν τις ικανότητές τους στη δημιουργική γραφή.

αναπτύσσω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Utiliser les réseaux sociaux peut vous aider à développer votre business.

αναπτύσσω

(créer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les ingénieurs mettent au point (or: conçoivent) un nouveau produit.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ανέπτυξε μία νέα μέθοδο διδασκαλίας ξένων γλωσσών.

βρίσκω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Poussons (or: Développons) cette idée jusqu'à sa conclusion logique.
Ας φτάσουμε στα λογικά συμπεράσματα από αυτή την ιδέα.

αναπτύσσω, αναλύω, επεξηγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ton idée m'a l'air intéressante. Peux-tu développer ?
Η ιδέα σου ακούγεται ενδιαφέρουσα. Θα μπορούσες να την αναπτύξεις (or: αναλύσεις);

αναπτύσσω, αναλύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peux-tu développer tes remarques ?
Μπορείς να αναφερθείς πιο λεπτομερώς στο προηγούμενο σχόλιό σου;

φτιάχνω, κατασκευάζω, δημιουργώ

verbe transitif (Informatique)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vous allez me développer une copie de l'application pour ce client.

αναπτύσσω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vous devez développer vos notes en faisant des phrases complètes.
Πρέπει να αναπτύξεις τις σημειώσεις σου σε πλήρεις προτάσεις.

αναπτύσσω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Albert Einstein a développé la théorie de la Relativité.
Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν ανέπτυξε τη θεωρία της Σχετικότητας.

αναπτύσσω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'auteur développe actuellement l'idée de son roman.

αστικοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσθέτω

(figuré)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il faudrait étoffer ton discours, il est un peu bref et je ne suis pas sûr qu'on comprenne bien le propos.

επεξήγηση, ανάπτυξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nous avons demandé une explication sur la question des budgets.

εξηγώ, ερμηνεύω

(εξήγηση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω

(de plaques rouges, d'urticaires,...) (σπυριά, εξάνθημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτίζω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Petit à petit, Johnson a construit son empire commercial.
Ο Τζόνσον έχτισε σταδιακά την αυτοκρατορία των επιχειρήσεών του.

οξύνω

verbe transitif (des compétences) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Susan suit un cours pour perfectionner ses compétences en rédaction.
Η Σούζαν παρακολουθεί ένα μάθημα για να βελτιώσει τις δεξιότητες της στη συγγραφή.

αναπτύσσω, αναλύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pourriez-vous donner plus de détails sur votre déclaration précédente au sujet du chômage ?

ενισχύω, αυξάνω, διεγείρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η σκηνή του αποχωρισμού του ζευγαριού προκάλεσε τη συγκίνηση των θεατών.

ανεπτυγμένος

adjectif (pays)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il a été demandé aux pays développés de soutenir l'initiative.
Οι ανεπτυγμένες χώρες καλούνται να στηρίξουν την πρωτοβουλία.

ανεπτυγμένος

adjectif (idée)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Votre thèse n'est pas encore assez développée pour être présentée au jury.
Η διατριβή σου δεν είναι ακόμα επαρκώς ανεπτυγμένη ώστε να την παρουσιάσεις στην επιτροπή.

οξύς

(ouïe)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Shannon est dotée d'une ouïe fine.
Η Σάννον έχει οξεία ακοή.

αναπτύσσομαι

verbe pronominal (grandir) (από παιδί σε ενήλικα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Beaucoup de jeunes filles se développent à l'âge de 11 ou 12 ans.
Πολλά κορίτσια αρχίζουν να αναπτύσσονται όταν είναι 11 ή 12 ετών.

αναπτύσσομαι

verbe pronominal (Économie) (οικονομικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La Chine continue à se développer à un rythme rapide.
Η Κίνα συνεχίζει να αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς.

ευδοκιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αστικοποιούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βγαίνω

(boutons,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αναπτύσσομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'infirmière était satisfaite des progrès du bébé et a dit à ses parents que s'il continuait à grandir ainsi, ils n'avaient pas à s'inquiéter.

ευδοκιμώ

(plantes)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les récoltes de l'agriculteur ont bien poussé avec ce printemps ensoleillé.
Τα σπαρτά του αγρότη ευδοκιμούσαν στον θερμό ανοιξιάτικο καιρό.

επικαιρότητα

(ιδιότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les billets en plastique ont pris de l'ampleur dans plus de 30 pays au cours des dernières années.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι δύσκολο να το πιστέψεις πως κάποτε αυτή η άποψη ήταν στην επικαιρότητα.

επεκτείνομαι

verbe pronominal (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παγκοσμιοποιούμαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κύρος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les idées de Darwin prirent bientôt de l'ampleur.
Οι απόψεις του Δαρβίνου σύντομα κέρδισαν έδαφος.

προέρχομαι από κτ

L'idée s'est développée (or: s'est formée) à partir de discussions entre des organisations majeures du secteur de l'environnement.
Η ιδέα προέκυψε από συζητήσεις μεταξύ κορυφαίων οργανισμών του περιβαλλοντολογικού κλάδου.

βγάζω φύλλα

βγάζω φύλλα

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les arbres ont développé des feuilles tardivement à cause du long hiver.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του développé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.